‘Η ΤΥΡΑΝΝΙΑ ΤΟΥ ΙΣΑΑΚΙΟΥ ΚΟΜΝΗΝΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ (1184-1191)’


1.ΕΙΣΑΓΩΓΗ – Η ΚΥΠΡΟΣ ΤΟN 12ου  ΑΙ.

Κατά τον 11ο αι.  κάνουν την εμφάνιση τους στο Βυζάντιο απειλητικές στάσεις  και εξεγέρσεις κατά του αυτοκράτορα Αλέξιου Α’ Κομνηνού(1081-1118). Μερικές στάσεις έγιναν και στην Κύπρο, μιας και η συνεχής αύξηση της εμπορικής σπουδαιότητας του νησιόυ και η ευημερία του ερέθιζε τις αυτονομιστικές τάσεις των δουκών της νήσου.
       Δύο από τα αποσχιστικά κινήματα που γνωρίζουμε, είναι αυτά του  Θεόφιλου Ερωτικού (1042) και του δούκα Ραψομάτη (1092), τα οποία αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα.
        Με την άνοδο του Μανουήλ Α’ Κομνηνού στο θρόνο (1143-1180), η  Μέση Ανατολή χάνει τη σημαντικότητά της και μαζί της και η Κύπρος, η οποία περνούσε τα τελευταία χρόνια της γενικής ευημερίας της πριν από το ανεπανόρθωτο κτύπημα που της κατάφεραν οι Νορμανδοί της Ανατολής. Στη διάρκεια της περιόδου αυτής, διοικητής της Κύπρου ήταν ο δούκας Αλέξιος Κασιανός (1152- 1155 περίπου).

Η Κύπρος λοιπόν, με τη στροφή του ενδιάφεροντος του αυτοκράτορα προς την ανατολή, μένει απροστάτευτη και δέχεται  επιδρομές, όπως αυτή του Ρεϋνάλδου ντε Σιατιγιόν και του Θόρος Β’ της Αρμενίας στα 1156. Δούκας του νησιού κατά τη διάρκεια της επιδρομής του Ρεϋνάλδου ήταν ο Ιωάννης Κομνηνός ο οποίος κατάφερε μαζί με το στρατηγό Μιχαήλ Βρανά να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τους επιδρομείς αν και ήδη είχαν γίνει εκτεταμένες καταστροφές στο νησί. ΄Αλλη επίθεση που σημειώθηκε, ήταν αυτή του Αιγυπτιακού στόλου στα 1158 όπως και η ληστρική επιδρομή του Ραϋμούνδου Γ’ της Τριπόλεως στα 1161, σ’ αντίποινο για το γάμο του αυτοκράτορα Μανουήλ με τη Μαρία της Αντιόχειας αντί με την αδελφή του.
        Ωστόσο, η ανάπτυξη των μικρών κρατιδίων των Σταυροφόρων στην Παλαιστίνη και στη Συρία ενίσχυσε και πάλι τις αυτονομιστικές τάσεις των διοικητών της Κύπρου.
          Το 1166 η Κύπρος παραχωρήθηκε από τον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό στον Ανδρόνικο Συναδηνό. Η επιλογή αυτή του Μανουήλ δεν ήταν τυχαία. Ο Ανδρόνικος, ήταν ξάδελφος του αυτοκράτορα και πρόσωπο αξιόπιστο και μ’αυτό τον τρόπο θα κατάφερνε να συσφίγξει τους κρατικούς δεσμούς με το νησί και να αποφύγει τυχόν αποσχιστίκα κινήματα παρόμοια με αυτά του παρελθόντος, πράγμα το οποίο τελικά δεν επιτεύχθει.
      Κατά τη διάρκεια της θητείας του Συναδηνού, μεσολάβησαν οι μακρές διαπραγματεύσεις για την κοινή επιχείρηση εναντίον της Αιγύπτου, τις οποίος διεξήγαγε εκ μέρους του Amaury (βασιλιάς της Ιερουσαλήμ) ο ιστορικός Guillaume, τότε αρχιεπίσκοπος της Τύρου. Η επιχείρηση αυτή που άρχισε τον Ιούλιο 1169, τέλειωσε μοιραία και για τους δύο συμμάχους και ιδίαιτερα, για το βυζαντινό στόλο, που υπέστη σοβαρό πλήγμα.         
        Ως προς την Κύπρο,  το μεγαλύτερο μέρος του βυζαντινού στόλου υπό το μέγα δούκα Ανδρόνικο Κοντοστέφανο βρισκόταν στο νησί, περιμένοντας τη συμπλήρωση των πολεμικών προετοιμασιών του Amaury. Η παραμονή στην Κύπρο διίρκησε ένα χρόνο περίπου με αποτέλεσμα να εμφανισθούν δυσκολίες στην τροφοδοσία, μιας και ο τόπος  δε μπορούσε να παράσχει ούτε τα απαραίτητα, εξαντλημένος όπως ήταν από τις ληστρικές επιδρομές των ηγεμόνων της Αντιόχειας  και της Τριπόλεως.
       Την περίοδο αυτή μανθαίνουμε, και από τις κατηγορίες του Νικόλαου Μουζάλωνος, ότι γίνονταν αυθαιρεσίες των φορολογικών πρακτόρων εις βάρος του πληθυσμού, οι οποίες κορυφώθηκαν το 1166 , όταν τα έσοδα από τη φορολογία της Κύπρου παραχωρήθηκαν στο δούκα της Κιλικίας Ανδρόνικο Κομνηνό (τον μετέπειτα αυτοκράτορα) για να αντιμετωπίσει τις δαπάνες της νέας διοίκησεως και τις προετοιμασίες εναντίον των αρμενικών εξεγέρσεων.3 Τα έσοδα τελικά χρησιμοποιήθηκαν για τις προσωπικές φιλοδοξίες του Ανδρόνικου και όχι προς όφελος της αυτοκρατορίας.
       Aπό σχετικά χωρία της Πεντηκονταβίβλου και της Τυπικής Διατάξεως του Νείλου του Νεόφυτου μανθαίνουμε, ότι την τελευταία δεκαετία, πριν την οριστική απόσπαση του νησιού από τον κορμό της βυζαντινής αυτοκρατορίας, σημειώθηκε σειρά από σεισμούς, επανειλημμένες ανομβρίες και ξηρασίες που έπληξαν τη Μεγαλόνησο, με αποτέλεσμα την εμφάνιση ενδημικών λημών, οι οποίοι διευκόλυναν την εξάπλωση επιδημιών και τον αποδεκατισμό του πληθυσμού καθώς και, σε ορισμένες περιπτώσεις, του κτηνοτροφικού πλούτου.  
        Όσον αφορά τον πολιτιστικό τομέα, η καλλιτεχνική δραστηριότητα στο νησί ανθίζει τη δεκαετία του 1180, όπου ιδρύθηκαν τα μοναστήρια του Μαχαιρά, της Χρυσορροϊάτισσας και του Αγίου Νεοφύτου, και συνεχίστηκε με άλλες εκκλησίες που διακοσμήθηκαν με δαπάνες τοπικών προυχόντων, ακόμη και μετά τη λατινική κατάκτηση. 

2. Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΙΣΑΑΚΙΟΥ ΚΑΙ Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ               ΠΡΙΝ  ΠΡΟΧΩΡΗΣΕΙ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
        Ήταν γιος κάποιου  Δούκα Καματερού και της Είρηνης Κομνηνής, η  οποία ήταν κόρη του Ισαάκιου του Σεβαστοκράτορος, αδελφού του αυτοκράτορος Μανουήλ Α’. Ο παππούς του από τη πλευρά της μητέρας του, ήταν ο Σεβαστοκράτωρ Ισαάκιος  Κομνηνός και γιαγιά του η πρώτη γυναίκα του Θεοδώρα.                                               
        Ο Μανουήλ Α’ του εμπιστεύτηκε τη διοίκηση της Ταρσού και των    περιοχών γύρω από αυτήν. Λίγο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, νυμφεύθηκε  τη Ρουπενίδα πριγκίπισσα, κόρη του «Αυθέντου του Όρους» Θόρου ΙΙ και της Isabelle de Courtenay – Εδέσσης.5   Απέκτησε δύο παιδιά,, μια κόρη και ένα γιο, των οποίων τα ονόματα τους δεν είναι γνωστά.                    
            Κατά τη διάρκεια της διοικήσεως του, ήλθε σε σύγκρουση με τους Αρμένιους της Κιλικίας και πιάστηκε αιχμάλωτος (Σεπτέμβριος 1180). Έμεινε στη φυλακή για μερικά χρόνια. Ο ηγεμόνας της Κιλικίας, Ρουπίνος, πέφτοντας σε μια παγίδα του Βοημούνδου της Αντιόχειας, αναγκάστηκε μεταξύ άλλων να δώσει στο δεύτερο, 30000 βυζάντια. Αντί για αυτά όμως, του παρέδωσε το φυλακισμένο Ισαάκιο και τα δύο παιδιά του. Ο Βοημούνδος διπλασίασε το απαιτούμενα λύτρα, αφήνοντας να υπονοηθεί η μεγάλη αξία που δίνει σε ένα βυζαντίνο πρίγκηπα.
       Ο Ισαάκιος ελευθερώθηκε με τη μεσολάβηση της θείας του Θεοδώρας, χήρας του βασιλέως της Ιερουσαλήμ, Βαλδουίνου ΙΙΙ. Η Θεοδώρα λοιπόν, μαζί με τους Κωνσταντίνο Μαυροδούκα και Ανδρόνικο Δούκα, κατάφερε με μεγάλη δυσκολία να πείσει τον Ανδρόνικο Α’ να μεσολαβήσει για την απελευθέρωση του Ισαάκιου. Για την απελευθέρωση του, χρειάζονταν 60000 βυζάντια. Το απαιτούμενο χρηματικό ποσό στάληκε από τα έσοδα της Κύπρου. Ωστόσο, δόθηκε   στο Βοημούνδο μόνο το ήμισυ των χρημάτων. Για  τα υπόλοιπα 30000 βυζάντια κρατήθηκαν όμηροι στην Αντιόχεια τα παιδιά του Ισαάκιου, υπό την εγγύηση του τάγματος  των Ναϊτών, κατά το Χωνιάτη, ο οποίος αποδίδει σ’ αυτούς την απελευθέρωση του Ισαάκιου6.
       Ο Ισαάκιος μετά την απελευθέρωση του μετέβει στην Κύπρο, για να συγκεντρώσει το εναπομείναν ποσό των λύτρων.7 Πολλές πηγές, μάλιστα, αναφέρουν ότι ο Ισαάκιος φοβόταν να παραμείνει στην Κωνσταντινούπολη γιατί πίστευε ότι κινδύνευε η ζωή του και ότι άρπαξε την ευκαιρία για να ανεξαρτητοποιηθεί από αυτόν. Ένα σημαντικό σημείο, το οποίο έχει εθνολογική σημασία, είναι ότι ο Ισαάκιος κατά τον ερχομό του στην Κύπρο έφερε μαζί του και Αρμένιους στρατιώτες, οι οποίοι τον βοήθησαν στη μετέπειτα εδραίωση της εξουσίας του στο νησί.8Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής του πράξης, ήταν μοιραίο για τη μετέπειτα ιστορία της μεγαλόνησου. Η Κύπρος αποκόπηκε για πάντα από την Βυζαντινή αυτοκρατορία και τον υπόλοιπο Ελληνισμό και έγινε εύκολη λεία για τους  εχθρούς της. Επίσης, το γεγονός αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως η αρχή του τέλους για τη Βυζαντινή επικυριαρχία στην Ανατολή, μιας και η Κύπρος ήταν ένα υψίστης σημασίας ναυτική βάση στην καρδιά της Μεσογείου.
      

3.Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΙΣΑΑΚΙΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
     
 
     Φτάνοντας στην Κύπρο λοιπόν, θέλησε να γίνει κυρίαρχος του νησιού εξαπατώντας τους κατοίκους με πλαστά έγγραφα. Συγκεκριμένα, ο Χωνιάτης μας λέει:  «τόν έννομον καί πρός βασιλέως απεσταλμένον δυνάστην υπεζωγράφει βασιλικά υποδεικνύων τοις Κυπρίοις γράμματα, άπερ αυτός συνενέθετο , καί διαταγάς αναγινώσκων αυτοκρατορικάς επί πλάστους τους τό ποιητέον δήθεν υποτιθεμένας εκείνων καί ταλλα διαπραττόμενος, όσα οι αφ’ ετέρων άρχειν ταχθέντες πρός ανάγκης ποιειν έχουσι.i».9                                            
 Και  όταν εξασφάλισε αρκετή δύναμη στο νησί, αυτοανακυρήχθηκε αυτοκράτορας(1184) με ειδική τελετή: sed etiam se ipsum diademate imperiali coronary se fecit, et apellari Sanctum Imperatorem de Cipre.10 Η τελετή της στέψης του, έγινε από ένα νέο «πατριάρχη», τον οποίο εξανάγκασε ο Ισαάκιος τους επισκόπους της Κύπρου να εκλέξουν. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, στις Δυτικές πηγές, ο Ισαάκιος αναφέρεται ως Αυτοκράτορας του νησιού. Μάλιστα, έκοψε δικά του νομίσματα και εξέδωσε σφραγίδες στο όνομα του. 
       Ο Ισαάκιος κυβέρνησε την Κύπρο τυραννικά. Οι φόροι διατίθεντο προς αύξηση των προσωπικών του εισοδημάτων και εξυπηρέτηση της προσωπικής του διοικήσεως. Εκμεταλεύτηκε όλες τις τάξεις του   κυπριακού λαού, πήρε περιουσίες και γενικώς συμπεριφερόταν σκληρά.                              
      Ο Νικήτας Χωνιάτης και ο κύπριος μοναχός – ασκητής Νεόφυτος   Έγκλειστος περιγράφουν με τα πιο μελανά  χρώματα  την  παρουσία   του  Ισαάκιου Κομνηνού στην Κύπρο. Ο Χωνιάτης ανάφερει, Kαί τοσούτον ες τό του ήθους ακαμπές καί αμείλικτον Ανδρόνικον υπέρ έβαλεν, όσν ούτος τούς πώποτε διαβοήτους ανεπιεικεις κατά διάμετρον υπερήλασεν. Ου γάρ διέλιπεν, εξ ό του περ ασφαλως ήδη άρχειν ώετο, μυρία άττα ανόσια επό τοις οικήτορσι της νήσου εργαζόμενος. Φόνοις τε γάρα καθ’ ώραν αναιτίοις εχραίνετο καί δηλήμων σωμάτων ανθρωπίνων εγίνετο ποινάς επάγων καί τιμωρίας οία τι συμφορων όργανον, οπόσαι κατήγον εις θάνατον. Καί κοίταις δί αθεμίτοίς καί φθοραις παρθένων ο παναισχής καί εξάγιστος ηκολάσταινεν ουσίας τε απάσης τούς ευδαίμονας πρώην οίκους ανυπεθύνως εστέρησε καί τούς χθές τε καί προτρίτα περιβλεπομένους αυτόχθονας καί κατά τό πολυκτημον των Ιώβ αντερίζοντας διαφηκεν αγυρτεύειν λιμώττοντας καό γυμνιτεύοντας, καθ’ όσων τέως ουκ εχρήσατο τω ξίφει ό ακρόχολος.11 Ο Νεόφυτος αναφέρεται στην αποξένωση μέσα στην οποία έβαλε ο Ισαάκιος τον εαυτό του και την πολιτεία του, λέγοντας μας : «εκάκωσε δί ου τη χώρα απλως, καί των πλουσίων τούς βίους καθόλου διήρπασεν, αλλά καί τούς ιδίους άρχοντας αυτου ποινηλατων καθ’ εκάστην καί θλιβών, ώστε πάντας εν αμηχανία διάγειν, καί τρόπον τινά επιζητούντας φεύξασθαι απ’ αυτού»12.
        Οι κάτοικοι του νήσιου ήταν τόσο δυσαρεστημένοι με τον Ισαάκιο, που θα τον ξεφορτώνονταν με την πρώτη ευκαιρία.  Και η  ευκαιρία αυτή για τους κύπριους,  ήλθε λίγα χρόνια  αργότερα με την  Γ’  Σταυροφορία.
        Όταν ο Ανδρόνικος Α’ έμαθε για την αποστασία του, εξοργίστηκε πάρα πολύ και ξέσπασε το θύμο του στους εγγυητές για την απελευθέρωση του Ισαάκιου, που δεν ήταν άλλοι από τους Κωνσταντίνο  Μακροδούκαν  και Ανδρόνικο  Δούκα. Ο  Ανδρόνικος  Α’ διέταξε  δίκη κατά   του   Μακροδούκα   και  Δούκα, οι  οποίοι   καταδικάστηκαν   σε λιθοβολισμό. Την αρχή του λιθοβολισμού έκανε ο Στέφανος Αγιοχριστοφορίτης. Ο λαός τους λιθοβόλησε μέχρι θανάτου. Η υπερβολική ίσως οργή από μέρους του Ανδρόνικου εξηγείται και από το γεγονός ότι υπήρχε μια παλιά πρόγνωση από το Στεθάτο ότι ο αυτοκράτορας θα εξεθρονίζετο από κάποιον του οποίου το όνομα του θα άρχιζε από Ι. Η πρόγνωση αυτή του Στεθάτου επαληθεύθει, αλλά ο εκθρονίσας δεν ήταν ο Ισαάκιος Κομνηνός, αλλά ο Ισαάκιος Β’ ‘Αγγελος(1185-1195)13.
        Εντούτοις, αν και υπήρχε ο φόβος ενδεχόμενης καταπλεύσεως του Ισαάκιου από την Κύπρο και καταλύσεως της βασιλείας του Ανδρόνικου με την προσχώρηση σ’ αυτόν όλου του πληθυσμού, ο ίδιος  ο Ανδρόνικος φαίνεται ότι δεν τον αντιμετώπισε με την απαιτούμενη σοβαρότητα,όπως έπραξε με άλλα αποσχιστικά κινήματα, ώστε να τον αποτρέψει από το να ανεξαρητοποιηθεί.  
      Ο Ισαάκιος, αναζητώντας στηρίγματα για την εδραίωση του κρατιδίου του, στράφηκε προς τη Νορμανδική αυλή της Σικελίας, η οποία είχε ήδη συνάψει συμμαχία με το δεδηλωμένο αντίπαλο του Βυζαντίου, Γερμανό αυτοκράτορα Friedrich I Bar Βarossa, η οποία επισφραγίσθηκε και δι’ επιγαμίας. Ο Ισαάκιος είχε απόλυτη ανάγκη του ισχυρού νορμανδικού στόλου, ο οποίος, υπό τη διοίκηση του ‘Ελληνος εξωμότου, πρώην πειρατή και τότε ναυάρχου του Guillaume, Margaritone, κυριαρχούσε στις θάλασσες. Η επισφράγιση της συμμαχίας μεταξύ Ισαάκιου και Guillaume διά του γάμου του πρώτου με την αδελφή του νορμανδικού βασιλέως  (δεύτερη σύζυγος του Ισαάκιου μετά τη Ρουπενίδα πριγκίπισσα), έκανε τον Ισαάκιο σύγγαμβρο του Margaritone που είχε και αυτός νυμφευθεί αδελφή του Guillaume. Εν τό μεταξύ,  όταν ο Ισαάκιος Β’ κατάλαβε ότι ο Ισαάκιος Κομνηνός δεν επρόκειτο να αφήσει το νήσί με τα λόγια, αποφάσισε να τον καταπολεμήσει(1186). Έστειλε  στόλο εβδομήντα πλοίων εναντίον του, υπό την αρχηγία του Ιωάννη Κοντοστέφανου και του Αλέξιου Κομνηνού. Τα βυζαντινά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στο λιμάνι της Αμαθούντας. Ο Ισαάκιος Κομνηνός εντό μεταξύ, είχε καλέσει το συγγενή του Σικελόν ναύαρχον Μαργαρίτην, ο οποίος επέστρεφε από την Τύρο  για βοήθεια, μετά από επιτυχή άμυνα της πόλης αυτής κατά του Σαλαδίνου. Ο Μαργαρίτης λοιπόν, αιφνιδίασε τα πλοία των Βυζαντινών και αιχμαλώτησε πολλά από αυτά.
        Οι βυζαντινές δυνάμεις που αποβιβάστηκαν στη ξηρά ηττήθηκαν και αυτές κατά κράτος από τον Ισαάκιο. Οι δύο βυζαντινοί αρχηγοί παραδόθηκαν από  τον Ισαάκιο στον Μαργαρίτην, όπως και πολλοί από τους αιχμαλώτους. Κάποιους από αυτούς τους χρησιμοποίησε για τα δικά του στρατεύματα και άλλους τους κακοποίησε απάνθρωπα ή τους άφησε ελεύθερους για να πάνε όπου θέλουν. Ως δείγμα της απανθρωπιάς του Κομνηνού αναφέρεται ότι στέρησε στο διδάσκαλο του, Βασίλειον Ρεντακηνόν, ο οποίος συμμετείχε στην εκστρατεία, το ένα από τα δύο του πόδια.14
        Με την έκβαση αυτής της βυζαντινο-νορμανδικής συγκρούσεως, επιτεύχθη η σταθεροποίηση του καθεστώτος του Ισαάκιου και η απρόσκοπτη τυραννίδα του στη Μεγαλόνησο για εφτά χρόνια.

4. Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΡΙΧΑΡΔΟ ΤΟ ΛΕΟΝΤΟΚΑΡΔΟ
  
      Αποκομμένη από τη βυζαντινή επικράτεια και εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης, η Κύπρος δεν άργησε να αναμιχθεί στα γεγονότα της Γ’ Σταυροφορίας (1189-1192). Η κατάληψη της Κύπρου το 1191 από το Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο δεν συμπεριλαμβανόταν μέσα στα σχέδια των σταυροφόρων αλλά έγινε τυχαία μετά από μια σειρά γεγονότων.
       Οι Δυτικοί χρονογράφοι και κυρίως οι Άγγλοι, που ασχολήθηκαν με την Τρίτη Σταυροφόρια, αφηγούνται λεπτομερώς την πορεία της εκστρατείας του Ριχάρδου στην Κύπρο και επομένως παρουσιάζουν κάποιες διαφορές.
        Οι αραβικές πηγές αντιθέτως, δίνουν συνοπτική έκθεση των γεγονότων, με κοινό σημείο στους περισσότερους χρονογράφους, τη μεγάλη λεία που απεκόμισε ο Ριχάρδος από το νησί.
       Στο ίδιο επίπεδο με τις αραβικές πηγές κυμαίνονται και οι αρμενικές πηγές.
      Ο Ριχάρδος λοιπόν, στις 22 Απριλίου, έφτασε στη Ρόδο μέσα σε σφοδρές καταιγίδες. Όταν ο στόλος αναχώρησε ξανά την 1η Μαϊου, ο καιρός είχε γίνει χειρότερς. Ο βασιλιάς σε μια επιστολή του, περιγράφει τα γεγονότα ως εξής : «... καθώς συνεχίζαμε το ταξίδι για το προσκύνημα μας, εκτραπήκαμε από την πορεία μας και φτάσαμε στην Κύπρο, όπου ελπίζαεμ να βρούμε καταφύγιο και ειδικά εκείνοι από εμάς που είχαν ναυαγήσει. Αλλά ο τύραννος [ ο Ισαάκιος Δούκας Κομνηνός]... συγκέντρωσε εσπεσμεύνα μια ισχυρή δύναμη ενόπλων για νε εμποδίσει την είσοδο μας στο λιμάνι. Λήστεψε και απογύμνωσε από τα υπάρχοντα τους όσους μπορούσε από τους άνδρες μας που είχαν ναυαγήσει και φυλάκισε όσους πέθαιναν από πείνα....»15 .
       Στην Κύπρο έφτασε και το πλοίο που μετέφερε την αδελφή του Ριχάρδου Ιωάννα και τη μέλλουσα σύζυγο του Βερεγγάρια της Ναβάρρας. Αγκυροβόλησε στα ανοικτά της Λεμεσού και ο Ισαάκιος τις καλεί να αποβιβαστούν. Αυτές αρνούνται και ο Ισαάκιος απαγορεύει να τροφοδοτηθεί το πλοίον και αποστέλει τους ανθρώπους του να το καταλάβουν. Αυτό καταφεύγει στα ανοικτά.16
        Την επόμενη μέρα (6η Μαϊου), έφτασε στο λιμένα της Λεμεσού ο Ριχάρδος με τον απομείνοντα ταλαιπωρημένο στόλο του και  μαθαίνει για την κακή μεταχείρηση των δικών του από τον Ισαάκιο. Στέλλει αμέσως αγγελειοφόρο στον Ισαάκιο και ζητά από αυτόν να επανορθώσει για τις ζημιές, που προξένησε στους ναυαγούς. Ο Ισαάκιος απαντά με περιφρονητικό και υβριστικό τρόπο. Τότε ο Ριχάρδς επιτείθεται κατά των στρατευμάτων του Ισαάκιου, τα οποία βρίσκονταν παρατεταγμένα κατά μήκος της ακτής.17 Ο Ισαάκιος προέβαλε κάποια αντίσταση κατά την αποβίβαση, αλλά οι δυνάμεις του κατατροπώθηκαν και ο Ριχάρδος εισήλθε στη Λεμεσό. Την 11η Μαϊου έφτασε στην Κύπρο ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ Γουίδος, ο οποίος παρευρέθη εις τους γάμους του Ριχάρδου με την πριγκίπισσα Βερεγγαρία της Ναβάρρας, που έγιναν στο ναό του Αγίου Γεωργίου στη Λεμεσό, πιθανώς, την 12η Μαϊου 1191.
          Αμέσως μετά, ο Ριχάρδος συνέχισε την καταδίωξη του Ισαάκιου και κατάφερε να κατατροπώσει τα στρατεύματά του σε μια δεύτερη μάχη. Ο ίδιος ο Ισαάκιος  αποσύρθηκε  στα  όρη. Με τη μεσολάβηση του Μαγίστρου των Νοσοκόμων, οι δύο άντρες ήλθαν σε επαφή. Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις μεταξύ τους, οι οποίες κατέληξαν στους εξής όρους : να αναγνωρίσει ο Ισαάκιος το Ριχάρδο ως τον επικυρίαρχο του νησιού, να στείλει δικά του στρατεύματα στην σταυροφορία, να παραδώσει στο Ριχάρδο όλα τα φρούρια του, ως ενέχυρο πίστεως και τέλος , να καταβάλει 3500 μάρκα ως αποζημίωση προς τους Άγγλους που έχασαν τις περιούσιες τους στην Κύπρο. Απ’ την άλλη ο Ριχάρδος θα αποχωρούσε παντελώς από το νησί μετά την εκστρατεία στους Αγίους Τόπους. Τελικά, η συμφωνία δεν κράτησε πολύ, αφού ο Ισαάκιος έχοντας πληροφορηθεί ψευδώς ότι ο Ριχάρδος θα τον συλλάμβανε , έφυγε κρυφά.
     Μετά από αυτό, ο Ριχάρδος αποφάσισε να καταλάβει ολόκληρο το νησί και άρχισε αμέσως την καταδίωξη του Ισαάκιου. Κάλεσε σε βοήθεια και τον υποτελή του Guy de Lusignan, ο οποίος έφτασε στο νησί με μια σεβαστή δύναμη. Όλα τα φρούρια έπεσαν ένα ένα στα χέρια του και μέσα σε διάστημα λίγων ημερών ο Ριχάρδος έγινε κυρίαρχος του νησιού. Εξάλλου, φαίνεται ότι ο συσχετισμός των δυνάμεων ήταν πολύ άνισος εις βάρος του Ισαάκιου, ο οποίος διέθετε περιορίσμενη δύναμη Ελλήνων και Αρμενίων. Στην κρισιμότερη φάση του πολέμου κατά των στρατιωτών του Ριχάρδου (ΜαΪος 1191), ο Ισαάκιος κάλεσε σε βοήθεια το σουλτάνο Σαλαντίν, ο οποίος φαίνεται να αρνήθηκε.18 Βασικό ρόλο πάντως, έπαιξε το γεγονός ότι οι ίδιοι οι κάτοικοι της Κύπρου αποξένωσαν τον Ισαάκιο και στράφηκαν με το μέρος του Ριχάρδου.
  Ο Ριχάρδος φτάνοντας  στη Λευκωσία, έτυχε χαρούμενης υποδοχής από τους κατοίκους και μάλιστα οι ίδιοι, έδωσαν όρκο πίστεως σ’αυτόν. Και  όταν  έφτασε με  το στρατό του έξω από το κάστρο της Κερύνειας, μέσα στο οποίο βρισκόταν η κόρη του τύραννου, αυτή βγήκε έξω, έπεσε στα πόδια του βασιλιά και του παρέδωσε την πόλη, εκλιπαρώντας για το έλεος του.1
                                     
5. Η ΤΥΧΗ ΤΟΥ ΙΣΑΑΚΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΟΥ
     
       Ο Ισαάκιος λοιπόν,βλέποντας ότι δεν μπορούσε να δραπετεύσει, παραδόθηκε την 31ην Μαϊου στο βασιλιά Ριχάρδο, ζητώντας το έλεος του και κρατήθηκε αιχμάλωτος. Μιαν ιδιαίτερη λεπτομέρεια που μας παραδίδουν οι πηγές είναι ότι ο βασιλιάς της Αγγλίας, πέρασε στον Ισαάκιο ασημένιες αλυσίδες, επειδή του είχε υποσχεθεί να μην τον σιδηροδέσει.
      Από κει και πέρα υπάρχουν διάφορες εκδοχές για τη μετέπειτα τύχη του Ισαάκιου. Σύμφωνα με την πιθανότερη εκδοχή, ο Ριχάρδος εμπιστεύθηκε τον Ισαάκιο στον Ralph Fitz-Godfrey, o οποίος τον οδήγησε στην Τρίπολη. Μετά το θάνατο του τελευταίου, τον παρέδωσε στον Μέγα  Μαγίστρο  των  Ηοspitaliers, Garnier  de  Naplouse, που τον φυλάκισε στο ορεινό φρούριο Μάρκαππον.
        Μετά από δύο χρόνια, ο Ισαάκιος ελευθερώνεται, χάρη σε κάποιες διενέξεις μεταξύ των αρχηγών της Σταυροφορίας. Συγκεκριμένα, η απελευθέρωση του ήταν ένας από τους όρους που τέθηκε για την μελλοντική απελευθέρωση του Ριχάρδου, όταν ο τελευταίος, πιάστηκε αιχμάλωτος από το δούκα Leopold V της Αυστρίας και παραδόθηκε αργότερα στα χέρια του γερμανού αυτοκράτορα.
         Σύμφωνα με το Χωνιάτη, ο Ισαάκιος αρνείτο να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη όπου τον καλούσε ο Αλέξιος Γ’ με προτροπή της συζύγου του Ευφροσύνης Δούκαινας Καματερής, συγγενούς του Ισαάκιου. Από την άλλη, προσπαθούσε να προσελκύσει Τούρκους ηγεμόνες της Μικράς Ασίας, ιδίως τους Σελτζούκιδες του Ικονίου, εν όψει κοινής δράσης εναντίον του αυτοκράτορα.20 Τα σχέδια του αν και μη πραγματοποιήσιμα, ματαίωθηκαν, αφού ακολούθησε ο θάνατος του με δηλητηρίασμο, που έγινε με την εξαγορά κάποιου ανθρώπου του από τον Αλέξιο.
        Ο Ριχάρδος, εμπιστεύτηκε την κόρη και ίσως και τη δεύτερη σύζυγο  του Ισαάκιου στα χέρια της βασίλισσας και της αδελφής του, που τις πήραν μαζί τους στην Παλαιστίνη και από κει στη Σικελία., όπου φαίνεται ότι παρέμεινε τελικά η γυναίκα του Ισαάκιου.
       Η θυγατέρα του Ισαάκιου, που είχε ανετεθεί από το Ριχάρδο στη μέριμνα της βασίλισσας Βερεγγαρίας, λέγεται ότι ελευθερώθηκε μετά από απαίτηση του συγγενή της γερμανού Αυτοκράτορα για να εκπληρώσει έναν από τους όρους με τους οποίους ο Άγγλος βασιλιάς απέκτησε την ελευθερία του.
Μετά από αυτό, παντρεύτηκε τον κόμη της Τολώσης Ραϋμούνδο vi de Saint Gilles, ο οποίος όμως τη χώρισε πολύ γρήγορα. Τελικά, παντρεύτηκε τον Τιερρύ, νόθο γιο του κόμητος της Φλάνδρας Φιλίππου. Δέκα χρόνια  μετά την κατάκτηση της Κύπρο από το Ριχάρδο, ο Τιερρύ πήρε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία. Το 1203 έφτασε στην Κύπρο, καθώς πήγαινε προς τη Συρία. Παρουσιάστηκε μπροστά στον τότε βασιλέα της Κύπρου, που ήταν ο Αιμερύ ντε Λουζινιάν και αξίωσε την κατοχή του νησιού βάσει των δικαιωμάτων της συζύγου του. Ο Αιμερύ όμως, του ζήτησε να εγκαταλείψει αμέσως τη χώρα
                                           

6. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

    Ο Ριχάρδος, αφού κατέσχε το μεγάλο θησαυρό του Ισαάκιου και απεγύμνωσε την Κύπρο από τα πλούτη της, υπέβαλε τους Κυπρίους σε βαριά φορολογία και εγκατέστησε λατινικές φρουρές σε όλα τα κάστρα της νήσου.21 Χρησιμοποίησε την Κύπρο ως ναυτική βάση για να προμηθεύεται τα απαραίτητα για την εκστρατεία του.
    Έπειτα, αφού διασφάλισε την κυριαρχία του στο νησί, έπλευσε για την Άκκρα. Αμέσως μετά την αναχώρηση του Ριχάρδου, εκδηλώθηκε αυθόρμητη εξέγερση των Ελλήνων, εξαιτίας της νέας κατάστασης που δημιουργήθηκε και που ήταν χειρότερη και από του Ισαάκιου. Ωστόσο, το λαϊκό κίνημα κατεστάλη από τους αντιπροσώπους του βασιλιά της Αγγλίας.
       Οι διαπλοκές που δημιοργούσαν οι κάτοικοι της Κύπρου, μαζί και με τα προβλήματα που αντιμωτώπιζε ο Ριχάρδος, οδήγησαν στο ξεπούλημα της Κύπρου στο τάγμα των Ναϊτών. Εντούτοις, οι Ναϊτες ένεκα ποικίλων εμποδίων που συνάντησαν στο νησί, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν πίσω στο Ριχάρδο το νησί, ο οποίος με τη σειρά του το πούλησε εκ νέου, αυτή τη φορά στον Guy de Lusignan. Αργότερα, η Κύπρος δόθηκε από το Ριχάρδο στον πρώτο βασιλιά της Κύπρου, Amaury (Σεπτέμβριος 1197).
      Σε όλα αυτά, το Βυζάντιο δεν έπαιξε κανένα ρόλο. Οι προσπάθειες τους για την ανάκτηση της Κύπρου σταμάτησαν μετά τη μάταιη έκκληση του Αλέξιου Γ ΄ στον πάπα Ιννοκέντιο ΙΙΙ για να αποδοθεί στο Βυζάντιο η Κύπρος ως πλήρες μέλος της αυτοκρατορίας. 22   Εξάλλου, μετά από
σύντομο χρονικό διάστημα, τα δυτικά στρατεύματα θα κατακτήσουν και την ίδια την αυτοκρατορία (1204), από την οποία η Κύπρος θα έχει απομακρυνθεί τελεσίδικα.

Σχόλια