Ένα χειμωνιάτικο πρωί

Τράβηξα τα σκεπάσματα πάνω μου. Το ένα πόδι γυμνό, στο άλλο μία κάλτσα τρύπια. Από μικρή ήμουν πολύ ανήσυχη στον ύπνο. Είτε κοιμόμουν μόνη, είτε με παρέα. Το παγωμένο, πρωινό αεράκι, ανατρίχιαζε το ημίγυμνο σώμα μου. Δεν ήθελα να γυρίσω να τον κοιτάξω. Το νυσταγμένο βλέμμα μου έπεσε πάνω το ρολόι δίπλα.
Ήταν πολύ νωρίς για δεύτερες ευκαιρίες και πολύ αργά για πισωγυρίσματα. Είχα πάρει μία απόφαση κι έπρεπε να την τηρήσω. Πέταξα τα σκεπάσματα, σηκώθηκα, βρήκα τη δεύτερη κάλτσα, τη φόρεσα κι έτριψα τα μάτια μου.
Έπρεπε να γεμίσω τη βαλίτσα.



Τράβηξες τα σκεπάσματα πάνω σου. Πάντα το έκανες αυτό, όταν ξαπλώναμε κι όταν ξυπνούσαμε. Έπρεπε να κολλήσω πάνω στη πλάτη σου για να ζεσταθώ. Σε μία πλάτη που όσο εγώ σίμωνα κοντά της τόσο αυτή απομακρυνόταν. Δε γύρισα να σε κοιτάξω, ήξερα το βλέμμα σου, ένα βλέμμα παραίτησης κι αδιαφορίας. Μάζεψα τα χέρια ανάμεσα στα γόνατά μου κι έκλεισα τα μάτια. Δε θα κοιμόμουν άλλο, το ήξερα, αλλά δεν άντεχα και να σηκωθώ. Άκουγα τους χτύπους από το ρολόι δίπλα στο κομοδίνο σου.
Ήταν πολύ νωρίς για συγνώμες και πολύ αργά για παρακάλια.
Πέταξες τα σκεπάσματα, σηκώθηκες, γύρισα να σε κοιτάξω κι είδα μόνο τη πλάτη σου και μία βαλίτσα άδεια στο πάτωμα.

Σε κατάλαβα ότι σηκώθηκες αλλά δεν έδωσα σημασία. Ψέλλισα μία “καλημέρα” και σχεδόν έτρεξα προς την τουαλέτα για να αποφύγω την άβολη στιγμή. Το ήξερες, θα έφευγα, δεν ήταν κάτι καινούργιο. Στο είχα ανακοινώσει καιρό πριν, στο έδειχνε η στάση μου, στο πρόδιδε το βλέμμα μου. Αλλά εσύ, αμέτοχος, απαθής, περίμενες ότι πάντα θα ξυπνάμε μαζί και θα μας χαϊδεύει ο ήλιος τα παγωμένα πόδια που προεξείχαν από τα σκεπάσματα. Βγήκα από το μπάνιο, είχες σηκωθεί, σε φανταζόμουν ήδη στον καναπέ, τυλιγμένο με κουβέρτα να χαζεύεις το κενό.
Μία στάσιμη εικόνα σε έναν κόσμο που δε σταματούσε να κινείται.
Καιρός να κινηθώ εγώ, όμως. Άρχισα να πετάω ρούχα στη βαλίτσα, χειμωνιάτικα, καλοκαιρινά, δε με ένοιαζε. Καλύτερα παγωμένη στο σώμα παρά στην καρδιά.
Κοίταξα το ρολόι.
Πολύ νωρίς για να σπάσει κι άλλο το γυαλί, πολύ αργά για να ξανακολλήσει.


Έτρεξες σαν κυνηγημένη στο μπάνιο. Δεν είχα σκοπό να σε εμποδίσω, είχες πάρει την απόφασή σου. Μου το έλεγες καιρό αλλά το αγνοούσα. Άλλαζα θέμα, σε έπαιρνα ψεύτικες αγκαλιές, σου έδινα άψυχα φιλιά. Ήθελα να κρατήσω όσα περισσότερα μπορούσα από εσένα, να έχω να μαδάω μετά, σα μαργαρίτα, όταν θα έφευγες. Δεν άντεχα άλλο στο κρεβάτι, σηκώθηκα, πήγα στο σαλόνι, ξάπλωσα στον καναπέ κι έμεινα εκεί. Στη θέση μου που ποτέ δε σου άρεσε.
Αλήθεια, τι σου άρεσε πάνω μου; Αναρωτιέμαι ακόμα όσο σε ακούω να εκσφενδονίζεις ρούχα στη βαλίτσα. Αλήθεια, τι μου άρεσε πάνω σου; Αναρωτιέμαι όσο κοιτάω το ρόλοι στον τοίχο.
Πολύ νωρίς για να χαράξω νέα πορεία, πολύ αργά για να κρατήσω τη δική μας σταθερή.

Ντυμένη, με βαλίτσα στο χέρι, μαλλί σε έναν αλλοπρόσαλλο κότσο και αυτοπεποίθηση στο πάτωμα, βγήκα στο σαλόνι. Ήσουν εκεί, κουλουριασμένος, κρατώντας το κινητό στο ένα χέρι και με το βλέμμα στο ρολόι του τοίχου.
«Φεύγω», πρέπει να είπα χωρίς να είμαι σίγουρη.
«Στο καλό», πρέπει να απάντησες χωρίς να κόβω και φλέβα.
«Να προσέχεις τον γάτο», σου ψιθύρισα αλλά δεν παίρνω κι όρκο.
«Θα προσέχω», νομίζω μου απάντησες μέσα από τα δόντια σου.
Άνοιξα την πόρτα, κρατήθηκα οριακά να μη ρίξω μία τελευταία ματιά στο διαμέρισμα που είχα περάσει τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής μου, κατέβασα το κεφάλι και βγήκα έξω. Δεν έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Ήμουν αρκετά δειλή για να το κάνω. Ήθελα να την κλείσεις εσύ. Ακόμα κι όταν κατέβαινα τις σκάλες, μέσα μου, σα βλαμμένη, ήλπιζα να έρθεις, να τρέξεις, να με προλάβεις και να μου ζητήσεις να μη φύγω.
Αλλά δεν εμφανίστηκες.
Κοίταξα το ρολόι στο χέρι μου.
Καθόλου νωρίς για να βάλω ένα τέλος, καθόλου αργά για να ξεκινήσω μία νέα ζωή.

Ήρθες στο σαλόνι, έτοιμη για το μεγάλο φευγιό. Τη μεγάλη απελευθέρωση, όπως μου έλεγες. Να δραπετεύσεις, να ξεφύγεις από τη φυλακή που σου έχτισα. Μία φυλακή με τόση υπερβολική αγάπη που σε έπνιγε.
Στάθηκες στη πόρτα.
«Φεύγω», μου είπες κι έσταζε φαρμάκι η φωνή σου.
«Στο καλό», σου είπα μαζεύοντας το δηλητήριο και ξεστομίζοντάς το πάνω σου.
«Να προσέχεις τον γάτο», μου είπες ειρωνικά.
«Θα προσέχω», σου απάντησα όσο πιο απότομα μπορούσα.
Άνοιξες την πόρτα, γύρισα να σε δω, στάθηκες για δευτερόλεπτα, ευχήθηκα να μη φύγεις, για μία στιγμή, για ένα λεπτό, ήθελα να με δεις, να πετάξεις τη βαλίτσα στο πάτωμα, να τρέξεις, να με αγκαλιάσεις και να τα ξεχάσουμε όλα. Να πνιγούμε στα δάκρυα και τις ενοχές μας και να ξανακολλήσουμε αυτό το γυαλί που ράγισε κι έσπασε.
Αλλά δεν ήρθες. Κατέβηκες τις σκάλες, δε σε ακολούθησα, δεν έκλεισες τη πόρτα, σηκώθηκα, την έκλεισα, χτύπησα με τη γροθιά μου τον τοίχο, έκλαψα.
Ακούμπησα τη πλάτη μου στη πόρτα, τα γόνατά μου δε με κρατούσαν πια, σωριάστηκα στο πάτωμα. Κοίταξα το ρολόι απέναντι.
Καθόλου νωρίς για να τολμήσω το αδύνατο, καθόλου αργά για να τρέξω πίσω σου.

Η Ειρήνη περπατούσε στο δρόμο σα χαμένη. Μία βαλίτσα που άλλαζε στα χέρια της συνέχεια λόγω του κρύου, ένα σκούφο με σκισμένο φιόγκο στη κορυφή, ένα μπουφάν που δεν προστάτευε τίποτα από το παγωμένο αγέρι. Έφτασε στη στάση του λεωφορείου, έτριψε τα χέρια της και τα έβαλε τουρτουρίζοντας στις τσέπες της.
Δεν ήξερε πού θα πήγαινε. Στους γονείς της στο χωριό; Στη κολλητή της να τη φιλοξενήσει προσωρινά; Σε κάνα παγκάκι να πεθάνει από το κρύο;
Γέλασε. Είχε πάρει μία από τις μεγαλύτερες αποφάσεις της ζωής της και δεν είχε σχεδιάσει τίποτα. Λογικό. Πάντα ο Άρης τα σχεδίαζε όλα. Τη σχέση τους, το σπίτι τους, τα ταξίδια τους, τις δουλειές τους.
Ήταν τόσο απορροφημένη από τις σκέψεις της που άργησε να καταλάβει ένα ελαφρό σκούντημα στον ώμο.
Γύρισε κι είδε τον Άρη, χωρίς μπουφάν, με τις πυζάμες, με τις παντόφλες, σαν τρόφιμο φρενοκομείου που το είχε σκάσει πρωινιάτικα, να τη κοιτάει στα μάτια.
Κρατούσε τα κομμάτια από ένα σπασμένο ποτήρι.
«Το γυαλί δε ξανακολλάει, δεν ξαναγίνεται το ίδιο. Αλλά μπορούμε να φτιάξουμε καινούργιο. Νέο σχήμα, νέο σχέδιο. Αρκεί να ταιριάξουμε τα κομμάτια. Τι λες;»
Η Ειρήνη δεν απάντησε. Τον κοιτούσε.
«Θα μου απαντήσεις, ρε μαλακισμένο, ή θα πεθάνουμε κι οι δύο από το κρύο;»

Γέλασαν δυνατά.
Τα κομμάτια έπεσαν στο έδαφος και τα χέρια τους αγκάλιασαν, μετά από πολύ καιρό, σφιχτά τα σώματά τους, τόσο σφιχτά που πέρασε το λεωφορείο, έφυγε, πέρασε το επόμενο, έφυγε κι αυτό…

Γιάννης Σιδέρης, www.thebluez.gr

Σχόλια