Μου έλειψες

Γνώριμα αυτά τα λημέρια. Ίδια στενά, ίδιοι δρόμοι κι εσύ κάπου ανάμεσα στους διαδρόμους να χάνεσαι λίγο πριν σου απλώσω το χέρι να σε αγγίξω. Πότε από μέσα μου μουρμουρώ πως τρελάθηκα και πότε πως στον ύπνο μου τα ζω. Μα όποια διάσταση κι αν έχει αυτή η εικόνα, έχει την ίδια αρχή και το ίδιο τέλος.


Δεν είναι που γράφω για να σκορπίσω σκέψεις μου και λάθη μου πάνω σου. Μα έχω ανάγκη να θυμάμαι πως νιώθω. Έχω ανάγκη να υπενθυμίζω στον εαυτό μου το μάθημα αυτό. Πως κάθε γεμάτο δωμάτιο με πλήθος, κάθε γιορτή περικυκλωμένη με γέλια και βαβούρα, αν την δεις λίγο από μακριά σαν θεατής σε fast forward, σιγά-σιγά αδειάζει. Λίγα σκουπίδια στο πάτωμα, λίγες σερπαντίνες ποδοπατημένες, σκόρπιες στο δωμάτιο και σιωπή. Και μοιάζουμε αλήθεια τόσο πολύ μ’ αυτές τις πολύχρωμες σερπαντίνες.

Πολύχρωμες, γυαλιστερές, τοποθετημένες και κρυμμένες καλά σ’ ένα σωλήνα περιμένοντας το «ποπ». Να λάμψουν ψηλά στον αέρα για μία μόνο στιγμή προκαλώντας επιφωνήματα θαυμασμού και σκορπώντας χαρά. Όπως κι οι καρδιές μας. Κόκκινες, ζωηρές, μα κλεισμένες στο σκοτάδι μέχρι να ‘ρθει η κατάλληλη στιγμή. Μέχρι να ‘ρθει αυτό το χέρι που θα βρει τις άγραφες οδηγίες.

Και σκορπίσαμε. Ανοίξαμε ο ένας τον άλλο. Και σμίξαμε κάπου ανάμεσα στον ουρανό ανάμεσα σε χίλιες δυο στιγμές θαυμασμού και χαράς. Μα όσα χρόνια και να πέρασαν παλεύοντας εκεί ψηλά να μείνουμε, ξεκίνησε η πτώση. Δεν είχαμε φτερά. Είχαμε μόνο αυτή τη λάμψη μας και κρατιόμασταν, όσο μπορούσαμε  μαζί. Βρίσκαμε δικούς μας αέρηδες να μας παίρνουν μαζί τους.

Μα ξεκίνησε εκείνος ο νόμος της φυσικής, όσο κι αν παλέψαμε να τον βγάλουμε άκυρο. Παλεύαμε ακόμη λίγο πριν εκείνο το βρόμικο πάτωμα να κρατήσουμε τη λάμψη μας. Κρατιόμασταν τόσο γερά, μα τα χέρια μας πόναγαν. Κι αφήσαμε στο χέρι όταν χωρίσαμε εκείνη την κατακόκκινη καρδιά μας που κυλίστηκε κι αυτή στο πάτωμα. Κι η σκόνη μας την έκανε θαμπή. Σχεδόν αδιάφορη σε κάθε περαστικό που περνούσε και την έβλεπε στην άκρη.

Μείναμε στην άκρη μακριά ο ένας απ’ τον άλλο με τις καρδιές μας δίπλα απ’ τα σκουπίδια. Κάτω σε εκείνη τη γωνιά του δρόμου. Από πάνω μας σωροί σκουπιδιών απ’ τις στιγμές των αδιάφορων περαστικών γύρω μας. Κι εκεί ανάμεσα σ’ όλα τα άχρηστα θυμόμασταν εκείνη τη λάμψη μας. Σε εκείνο το λημέρι, κάπου ανάμεσα στης μοναξιάς τα μέρη θυμόμασταν τον αγώνα μας μαζί εκεί ψηλά, που ήμασταν μόνοι, που νιώθαμε δυο μικροί θεοί βλέποντας πόσο μικρά είναι αλήθεια όλα γύρω μας εκεί ψηλά.

Μου ‘λειψες. Κι εσύ κι οι αέρηδες που παίζαμε μαζί τους. Κι ας βρήκα την καρδιά μου στον κάδο κρυμμένη πριν την πάρουν στη χωματερή, να περιμένει να βρει τη θέση της μέσα στο κενό μέσα μου. Δεν είναι πια κόκκινη. Δεν είναι πια φανταχτερή. Δε γουστάρει να ξαναβγεί ψηλά, γιατί λείπουν τα χέρια σου να την κρατούν. Όνειρο, ψευδαίσθηση δεν έχει σημασία πια. Το ζήσαμε.

Το τέλος δεν έχει χρώματα. Δεν είναι γιορτή. Είναι κομμάτια που σπάνε, κι άλλα χάνονται, άλλα σκορπούν, κι άλλα κρύβονται για πάντα στον άδειο μας εαυτό.

Συντάκτης: Χριστιάνα Παν, www.pillowfights.gr

Σχόλια