Κατερίνα Μοχράνη
Τα δάχτυλά του στήριζαν ένα μισοτελειωμένο τσιγάρο. Τα μάτια του καρφωμένα στο κενό, ενώ σιγοτραγουδούσε τους στίχους που έπαιζαν απ’ τα ηχεία. Ένα ακόμα βράδυ είναι εδώ μόνος. Μόνος από επιλογή. Ίσως να είναι καλύτερα έτσι. Τον βλέπεις άλλωστε. Καμία θλίψη. Κανένα συναίσθημα. Ένα μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπο και μια λάμψη στον αέρα. Μόνο το βλέμμα προδίδει το κενό και πρέπει να είσαι πολύ παρατηρητικός για να το δεις.
Όπως εκείνη που μόλις μπήκε απ’ την πόρτα.
Ένας κότσος περιφερόμενος απ’ άκρη σ’ άκρη του μαγαζιού. Έψαχνε να βρει ν’ ακουμπήσει την τσάντα της. Μαζί της έσερνε και μια ταλαιπωρημένη κοπέλα. Φαινόταν πως καμία απ’ τις δυο δεν ήθελε να είναι εκεί. Στάθηκε πίσω του…
«Συγνώμη! Μπορώ ν’ ακουμπήσω την τσάντα μου εδώ;».
Γύρισε και την κοίταξε. Το χαμόγελο κόλλησε στα χείλη του και χωρίς να της απαντήσει, πήρε την τσάντα απ’ τα χέρια της. Έμεινε εκεί να την παρατηρεί. Την αύρα της. Το χαμόγελό της. Την απλότητα και τη ζωντάνια της. Τα μάτια της. Αυτά τα μάτια μπορούσαν να τον διαβάσουν. Κάτι τον μαγνήτιζε πάνω της και δεν ήξερε τι.
Μόλις έλυσε τα μαλλιά της, ένα άρωμα φραγκοστάφυλου κατέκλυσε την ατμόσφαιρα. Ένα γνώριμο άρωμα σε κείνον. Ένα άρωμα των εφηβικών του χρόνων που του έκοψε την ανάσα. «Δεν μπορεί…», σκέφτηκε. Το βλέμμα του ταξίδεψε στο κορμί της. Προσπαθούσε να εντοπίσει τη σάρκα της. Αν ήταν εκείνη, θα είχε το σημάδι. Το ίδιο σημάδι που έχει κι εκείνος στον καρπό. Το σημάδι που έκαναν το τελευταίο βράδυ πριν χωριστούν. Πριν σχεδόν 15 χρόνια!
Τότε ήταν ερωτευμένος. Ερωτευμένος με την ηλιαχτίδα του. Έτσι την έλεγε! Αγαπιόντουσαν από μικρά παιδιά, αλλά κατάφεραν να το εξομολογηθούν όταν πήγαν στο λύκειο. Εκείνος σταθερή και καλλιτεχνική φύση. Όλη του η ζωή, χρώματα. Εκείνη αερικό… Έφυγε μόλις τελείωσε το σχολείο για την Αφρική. Ήθελε να σώσει ζωές και δεν την ξαναείδε.
Δεν μπορούσε να την ξεχάσει… Τα χέρια της που τον έκλειναν μέσα τους κι ένιωθε πολύτιμος. Το πρώτο τους φιλί στη χριστουγεννιάτικη γιορτή. Την πρώτη τους φορά. Μες στο άγχος και το κρύο στην μικρή αποθήκη του σπιτιού του. Την καρδιά του που σφυροκοπούσε στο όνομά της. Τη λάτρευε! Της είχε πει πως είναι η γυναίκα της ζωής του και πως η ζωή του δε θα έχει τόσα χρώματα μόλις φύγει. Δεν την εμπόδισε όμως… Δεν την ήθελε δυστυχισμένη.
Το τελευταίο τους βράδυ μαζί αποφάσισαν να κάνουν ένα κοινό τατουάζ. Ένα μικρό φτερό τυλιγμένο με μια κορδέλα. Το φτερό ήταν εκείνη κι η κορδέλα αυτός. Ό,τι κι αν γινόταν, πάντα κάτι θα τους ένωνε. Έκαναν έρωτα μέχρι το πρωί. Το πρωί που εκείνη έφυγε. Χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω της αναζήτησε τους καρπούς της. Εκείνοι θα μαρτυρούσαν την αλήθεια…
Όταν θέλησε να δέσει τα μαλλιά της, η ζακέτα της τραβήχτηκε προς τους αγώνες και το φτερό έκανε την εμφάνισή του. Η ανάσα του κόπηκε. Η καρδιά του σταμάτησε. Η ηλιαχτίδα του! Χωρίς να το σκεφτεί στιγμή πέρασε το χέρι του στη μέση της και την τράβηξε κοντά του. Εκείνη σάστισε, αλλά δεν τραβήχτηκε. Κάτι είχε πάνω του εκείνος ο άντρας κι ένιωθε ασφάλεια δίπλα του. Πλησίασε το κεφάλι του στο αυτί της και με όση αυτοσυγκράτηση είχε της ψιθύρισε. «Ηλιαχτίδα μου, ήρθες για να μείνεις; Γιατί αν θελήσεις να φύγεις πάλι, εγώ δε θα σε αφήσω…»
Η καρδιά της σταμάτησε για μερικά δευτερόλεπτα. Τον κοίταξε στα μάτια. «Αποκλείεται να είναι εκείνος… Δε γίνεται να είναι…», συλλογίστηκε. Εκείνος, σαν ν’ άκουσε τις σκέψεις της, σήκωσε τον καρπό του στο ύψος των ματιών της. Το φτερό ήταν εκεί! Το δικό τους φτερό. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του καθενός στεκόταν μπροστά του.
Χωρίς δευτερη σκέψη, κατέβασε το χέρι του και την τράβηξε πάνω του. Μόλις ξεκόλλησε τα χείλη απ’ τα δικά της, πήρε την απάντηση που λαχταρούσε εδώ και 15 ολόκληρα χρόνια. «Θα μείνω.»
www.thebluez.gr
Τα δάχτυλά του στήριζαν ένα μισοτελειωμένο τσιγάρο. Τα μάτια του καρφωμένα στο κενό, ενώ σιγοτραγουδούσε τους στίχους που έπαιζαν απ’ τα ηχεία. Ένα ακόμα βράδυ είναι εδώ μόνος. Μόνος από επιλογή. Ίσως να είναι καλύτερα έτσι. Τον βλέπεις άλλωστε. Καμία θλίψη. Κανένα συναίσθημα. Ένα μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπο και μια λάμψη στον αέρα. Μόνο το βλέμμα προδίδει το κενό και πρέπει να είσαι πολύ παρατηρητικός για να το δεις.
Όπως εκείνη που μόλις μπήκε απ’ την πόρτα.
Ένας κότσος περιφερόμενος απ’ άκρη σ’ άκρη του μαγαζιού. Έψαχνε να βρει ν’ ακουμπήσει την τσάντα της. Μαζί της έσερνε και μια ταλαιπωρημένη κοπέλα. Φαινόταν πως καμία απ’ τις δυο δεν ήθελε να είναι εκεί. Στάθηκε πίσω του…
«Συγνώμη! Μπορώ ν’ ακουμπήσω την τσάντα μου εδώ;».
Γύρισε και την κοίταξε. Το χαμόγελο κόλλησε στα χείλη του και χωρίς να της απαντήσει, πήρε την τσάντα απ’ τα χέρια της. Έμεινε εκεί να την παρατηρεί. Την αύρα της. Το χαμόγελό της. Την απλότητα και τη ζωντάνια της. Τα μάτια της. Αυτά τα μάτια μπορούσαν να τον διαβάσουν. Κάτι τον μαγνήτιζε πάνω της και δεν ήξερε τι.
Μόλις έλυσε τα μαλλιά της, ένα άρωμα φραγκοστάφυλου κατέκλυσε την ατμόσφαιρα. Ένα γνώριμο άρωμα σε κείνον. Ένα άρωμα των εφηβικών του χρόνων που του έκοψε την ανάσα. «Δεν μπορεί…», σκέφτηκε. Το βλέμμα του ταξίδεψε στο κορμί της. Προσπαθούσε να εντοπίσει τη σάρκα της. Αν ήταν εκείνη, θα είχε το σημάδι. Το ίδιο σημάδι που έχει κι εκείνος στον καρπό. Το σημάδι που έκαναν το τελευταίο βράδυ πριν χωριστούν. Πριν σχεδόν 15 χρόνια!
Τότε ήταν ερωτευμένος. Ερωτευμένος με την ηλιαχτίδα του. Έτσι την έλεγε! Αγαπιόντουσαν από μικρά παιδιά, αλλά κατάφεραν να το εξομολογηθούν όταν πήγαν στο λύκειο. Εκείνος σταθερή και καλλιτεχνική φύση. Όλη του η ζωή, χρώματα. Εκείνη αερικό… Έφυγε μόλις τελείωσε το σχολείο για την Αφρική. Ήθελε να σώσει ζωές και δεν την ξαναείδε.
Δεν μπορούσε να την ξεχάσει… Τα χέρια της που τον έκλειναν μέσα τους κι ένιωθε πολύτιμος. Το πρώτο τους φιλί στη χριστουγεννιάτικη γιορτή. Την πρώτη τους φορά. Μες στο άγχος και το κρύο στην μικρή αποθήκη του σπιτιού του. Την καρδιά του που σφυροκοπούσε στο όνομά της. Τη λάτρευε! Της είχε πει πως είναι η γυναίκα της ζωής του και πως η ζωή του δε θα έχει τόσα χρώματα μόλις φύγει. Δεν την εμπόδισε όμως… Δεν την ήθελε δυστυχισμένη.
Το τελευταίο τους βράδυ μαζί αποφάσισαν να κάνουν ένα κοινό τατουάζ. Ένα μικρό φτερό τυλιγμένο με μια κορδέλα. Το φτερό ήταν εκείνη κι η κορδέλα αυτός. Ό,τι κι αν γινόταν, πάντα κάτι θα τους ένωνε. Έκαναν έρωτα μέχρι το πρωί. Το πρωί που εκείνη έφυγε. Χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω της αναζήτησε τους καρπούς της. Εκείνοι θα μαρτυρούσαν την αλήθεια…
Όταν θέλησε να δέσει τα μαλλιά της, η ζακέτα της τραβήχτηκε προς τους αγώνες και το φτερό έκανε την εμφάνισή του. Η ανάσα του κόπηκε. Η καρδιά του σταμάτησε. Η ηλιαχτίδα του! Χωρίς να το σκεφτεί στιγμή πέρασε το χέρι του στη μέση της και την τράβηξε κοντά του. Εκείνη σάστισε, αλλά δεν τραβήχτηκε. Κάτι είχε πάνω του εκείνος ο άντρας κι ένιωθε ασφάλεια δίπλα του. Πλησίασε το κεφάλι του στο αυτί της και με όση αυτοσυγκράτηση είχε της ψιθύρισε. «Ηλιαχτίδα μου, ήρθες για να μείνεις; Γιατί αν θελήσεις να φύγεις πάλι, εγώ δε θα σε αφήσω…»
Η καρδιά της σταμάτησε για μερικά δευτερόλεπτα. Τον κοίταξε στα μάτια. «Αποκλείεται να είναι εκείνος… Δε γίνεται να είναι…», συλλογίστηκε. Εκείνος, σαν ν’ άκουσε τις σκέψεις της, σήκωσε τον καρπό του στο ύψος των ματιών της. Το φτερό ήταν εκεί! Το δικό τους φτερό. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του καθενός στεκόταν μπροστά του.
Χωρίς δευτερη σκέψη, κατέβασε το χέρι του και την τράβηξε πάνω του. Μόλις ξεκόλλησε τα χείλη απ’ τα δικά της, πήρε την απάντηση που λαχταρούσε εδώ και 15 ολόκληρα χρόνια. «Θα μείνω.»
www.thebluez.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου