Περπάτησα προς το υπνοδωμάτιο που κοιμόμουν μικρή και σχεδόν
με λύσσα άνοιξα τα ξύλινα παραθυρόφυλλα. Ο ήλιος έλουσε τον σκονισμένο χώρο.
Σφράγισα τα μάτια και ρούφηξα τη μυρωδιά. Γλάστρες με βασιλικό και γιασεμί. Η
μυρωδιά του βουνού, ρε φίλε!
«Να βάλεις καθαρά σεντόνια» άκουσα τη γιαγιά να φωνάζει από
μέσα.
«Πάω καφενέ» πέταξε άτοπα πίσω της ο παππούς και κατάλαβα
πως είμαι στο σωστό μέρος.
Ξεπόρτισα από την πίσω πόρτα, να γλιτώσω τα «πού πας» κι «ακόμα δεν ήρθες». Βούλιαζαν τα σνικερς μου στο χώμα και γέμισε η
κάλτσα μου με μικρές πετρούλες που, αλήθεια, δεν με ένοιαζε που ενοχλούσαν.
«Καλωσόρισες στο χωρίο, Μαριώ» είπε η κυρά Λένα από δίπλα
και, νομίζω, ρωτούσε τι κάνω και πώς είμαι.
Τα κορδόνια των σνικερς μου έγιναν καφέ και οι κόκκινες
καρδούλες έγιναν μπεζ να θυμίζουν πως ο έρωτας ξεθωριάζει. Πώς μου ήρθε τώρα αυτό!
Έκανε κρατς το χαρούπι όπως το μοίρασα και είδα το μέλι του
να με καλεί να το γευτώ. Γλύκανε την πίκρα που κουβάλησα μαζί μου.
«Καλημέρα, κυρ Αναστάση» του έγνεψα από μακριά και εκείνος
σήκωσε το τρύπιο καπέλο να χαιρετήσει. Ένας άνθρωπος πιστός στη γη του από τότε
που τον θυμάμαι.
Το μεσημέρι θα βάλω
ούζο και μυρωδάτα λουκάνικα. Να το κάψουμε με τον παππού, πέρασε από το
μυαλό μου η σκέψη που ήθελε να τα προλάβει όλα πριν χαθούν. Και η ίδια σκέψη
πρόσθεσε "Θα βάλω κι ένα δίσκο του
Καζαντζίδη να παίζει από πίσω".
Πέταξα το μασημένο χαρούπι στα χώματα. Στα ίδια χώματα που
μια φορά κι έναν καιρό έστρωνα στρωματσάδα για τον μεσημεριανό ύπνο.
Κυνηγούσαμε ζίζιρους (τζίτζικες) με τον αδελφό μου μες τα χωράφια και, ύστερα,
ξεραινόμασταν σε παιδικά όνειρα, πάνω στο σφουγγάρι που έριχνε πρόχειρα ο
πατέρας κάτω. Τα σεντόνια και τώρα και τότε μύριζαν μάνα.
Α, ναι! Κουβάλησα και μια πίκρα μαζί μου στο χωριό.
Μα δεν την θυμόμουν καν.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου