Γιάννης Ρίτσος: Περσεφόνη

Απόσπασμα από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, Περσεφόνη
[1965-1970]

Είναι όμορφα με το φθινόπωρο. Ανασαίνω. Ο ήλιος χάνει
τη δεσποτεία του, την τρομερή έπαρσή του. Τα πάντα ημερεύουν·
τα πάντα επιστρέφουν στον εαυτό τους, τόσο που λέω
μην είναι ο θάνατος ο πιο αληθινός εαυτός μας. Το άστρο της εσπέρας
ανατέλλει πολύ πιο ψηλά, κρυστάλλινο, διάφανο· μαρμαίρει
ευοίωνο πάνω απ’ το μαύρο δάσος, σαν μια ελάχιστη
σταγόνα πεντακάθαρο νερό, αχτινοβολώντας
πολύ κοντά, σαν κολλημένο στο τζάμι του παράθυρου και ταυτόχρονα
απέραντα μακριά, — μια λευκή λάμψη, ένα δάκρυ
διυλισμένο, όλο διαύγεια, ανεξαρτησία κι ευφροσύνη ματαιότητα —
μια σιωπηλή, βαθιά βεβαιότητα του τέλους και του πάντα.

Τότε είναι η ώρα να επιστρέψω κοντά του, σχεδόν λυτρωμένη,
ή μάλλον για να λυτρωθώ μες στον ίσκιο του. Τράβηξε τις κουρτίνες. Κοίτα
μια μέλισσα στάθηκε ασάλευτη στο δαχτυλίδι μου,
βομβίζει κιόλας —την ακούς;— μια ηχητική δαχτυλιδόπετρα.

Κλείσε, λοιπόν, τις κουρτίνες. Δεν αντέχω εδώ πέρα.
Τούτο το φως με τρυπάει με χιλιάδες βελόνες,
μου τυφλώνει τα μάτια. Δεν το αντέχω. Τράβηξέ τες, σου λέω, τις κουρτίνες.


Σχόλια