Τϊτος Πατρίκιος: "Όπου με άγγιζες πονούσα, όπου δε με άγγιζες πονούσα"

ΤΟ ΖΕΥΓΑΡΙ

Ήταν ο λόφος που είχες πει σεληνιακό τοπίο,
δέσποζε στις παράγκες, γεμάτος
πληγές από εγκαταλειμμένα λατομεία,
στοίβες σκουπιδιών, στρατιωτικά φυλάκια.
Μα ο λίγος χώρος που καλύπτανε
τ’ αγκαλιασμένα τους κορμιά
έφερνε τη δροσιά του, έστω παροδικά,
στις άνυδρές μας νύχτες.

Αθήνα, 1956



ΑΝΤΗΛΙΑ

Τίποτα δεν αντιστεκόταν,
ήλιος μεσημεριού του Αυγούστου
φλόγιζε τον πηχτόν αέρα πύρωνε τις στέγες.
Στο καφενείο πίναμε γκαζόζες
κι οι σκοτούρες μας βουίζανε σα ζαλισμένες μύγες.
Ως τη στιγμή
που θα ’βγαινε στ’ αντικρινό παράθυρο
η Στέλλα.
Στις τσίτινες μασχάλες της
είχε δυο τρίγωνα κομμάτια αντηλιάς.

ΣΟΥΒΑΔΕΣ ΟΥΡΑΝΟΥ

Απόμεναν οι καλτσοδέτες σου
στο πόμολο του κρεβατιού
κι ένα χτενάκι των μαλλιών στο πάτωμα.

Απ’ το παλιό παράθυρο
πέφταν λίγοι σουβάδες ουρανού.

ΣΟΥΓΙΑΣ

Τα μάτια σου ανοίγαν τα πλευρά μου
όπως ένας σουγιάς ανοίγει μια παλιά κονσέρβα
και χύνεται το σαπισμένο υλικό της.

Αθήνα, Μάης 1959

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Όπως αθόρυβα τελειώνει η κάθε μέρα
ένα κομμάτι της αγάπης μεταμορφώνεται σε πάγο
ένα κομμάτι του κορμιού μεταμορφώνεται σε θάνατο.

Παρίσι, Γενάρης 1960

[Από τον Λυσιμελή πόθο, Κίχλη, Αθήνα 2014.]







Σχόλια