Κωνσταντίνος Θεοτόκης: "Όλος τρέμω όταν σ' ανταμώνω"

Σονέτο 5

Το σπάνιο μπλάβο ρόδο που μπροστά σου
Στην ερμιά, μες στ' αγκάθια του κλεισμένο
Το είδες, φαινότουν να σου λέει: «Προσμένω
Τ' άσπρο σου χέρι να με κόψει. Στάσου!»
Το τήραξες, κυρά, κι ολόγυρά σου
Τ' άχραντο βλέμμα ρίχνεις το βλοημένο
Κι όλο τον κάμπο βλέπεις ανθισμένο
―Γεννά λουλούδια η γη για τη χαρά σου―
Και παίρνεις από τούτα και τ' αφήνεις,
Γιατί φοβάσαι μήπως σ' αγκυλώσει
Μονάχα ακόμη μια ματιά τού δίνεις
―Πόνος αψύς μπορεί να σε λιγώσει―
Πέρα στο λόγγο η ροδαριά εξεράθη:
Καημένο μπλάβο ρόδο που εμαράθη!

Σονέτο 18

Στης ζωής το στενό μονοπάτι
που το φράζουν τ’ αγκάθια κι οι τριβόλοι
άφησε ομπρός σου να περάσουν όλοι
και μοναχός, ωϊμέ, πικρά περπάτει.
Και κάνε τόπο εσύ κάθε διαβάτη
που τρέχει βιαστικά και δίχως σκόλη
στης ευτυχίας το πλάνο περιβόλι
να φτάσει και στ’ ολόχρυσο παλάτι.
Μη βαργομάς γι’ αυτό και μη λυπείσαι
όλα, χαρές και πάθη ο χάρος σβήνει
κι όσο μπορείς λησμονημένος ζήσε
κι ας λαχταράς μονάχα τη γαλήνη
κατάκοπος απ’ το άγριο το δρολάπι
πώχει σηκώσει στην καρδιά σου η αγάπη.

Σονέτο 22

Τόσες φορές ομπρός σου σαν καλάμι
Όλος τρέμω, κυρά, όταν σ' ανταμώνω,
Και τρέχει από το μάτι μου ποτάμι
Το δάκρυ αψύ μ' ένα σου βλέμμα μόνο.
Κι η ψυχή μου δεν ξέρει τί να κάμει
Τι τότες δεν γρικά κανέναν πόνο
Και δεν την φλέγει ο πόθος της να δράμει
Σιμά σου, αλλά με κάνει έτσι να λιώνω,
Γιατί από αγάπη ανέγνωρη, αχ! φοβάται
Η δόλια· σε χαρές δεν έχει μάθει
Και της ζωής τα περασμένα πάθη
Τες πίκρες, τους καημούς, κρυφοθυμάται·
Σαν στη λύρα αν σημάνει μια χορδή της
Κι άλλες βογγάνε, οι αρμονικές, μαζί της.

Σονέτο 28

Σα χάρβαλο η ψυχή μου είναι ρημάδι
Που σε μια του γωνιά φτωχό καλύβι
Έστησε χερομάχος σε λιβάδι
Χέρσο: μα ο χαλασμός ω πώς με θλίβει!
Κι είμαι ο φτωχός, κυρά, που απ' το σκοτάδι
Και μέσα από τον λόγγο που με κρύβει
Θωρώ του παλατιού σου κάθε βράδυ
Το φως και ω πόση λύπη με συντρίβει!
Τι ο νους μου βάζει πως ποτέ ούτε μία
Ματιά στο άχρηστο ερείπιο δε θα ρίξεις,
Κι ούτε τη σάπια πόρτα δε θ' ανοίξεις
Να ιδείς πώς αγρυπνώ στην ερημία
Στη μαύρη στενοχώρια που με κάνει
Τον πόνο μου να λέω για να γλυκάνει.

Σονέτο 69

Είναι στιγμές που την καρδιά μού ανοίγει
Πικρό, βαρύ, θανατερό μαράζι
Μεσάνυχτου σκοτάδι την αδράζει
Κι η ζοφερή μαυρίλα λέω την πνίγει
Κι όξω ευλογία Θεού! στο φως τυλίγει
Τα πάντα ο ήλιος και θερμά αγκαλιάζει
Τη γη που απ' τα φιλιά του αναγαλλιάζει
Και στη χαρά της χάρη η γλύκα σμίγει
Να βρώ ησυχία στου χάρου την αγκάλη
Ο πόθος φλογερός με σπρώχνει.
Κι η γλυκειά σου η λαλιά και τ' αργυρό σου
Το γέλιο που τ' ακούν μαζί μου κι άλλοι
Κι η αγγελική ματιά σου που με διώχνει
Μου λέν νομίζω σπλαχνικά: νεκρώσου.

Σχόλια