Ο σκύλος μου ο Διονύσης

Έχουν περάσει κιόλας 10 χρόνια. Ήταν θυμάμαι μια ανοιξιάτικη μέρα, από αυτές που συνήθιζε ο καιρός τέτοια εποχή, με τον ήλιο να καίει και τον αέρα να μην αφήνει το πλαστικό ποτήρι του καφέ στητό στο τραπέζι.

Κοίταζα τη θάλασσα, αν θυμάμαι καλά έγραφα κάτι γι' αυτήν και προσπαθούσα να βγάλω τα μαλλιά που έμπαιναν από τον αέρα στα μάτια μου. Εκείνη τη στιγμή τον είδα να περνάει στον πεζόδρομο μπροστά μου, αργά, με σκυφτό το κεφάλι και τα σάλια του να τρέχουν. Άνθρωποι περνούσαν πάνω κάτω από δίπλα του αλλά κανείς δεν του έδινε σημασία, όμως κι αυτός αγνοούσε πλήρως την ύπαρξή του. Φαίνεται δεν περίμενε τίποτα πια κι από κανέναν.




Είχε μαύρο, μακρύ τρίχωμα, σκέφτηκα ότι θα ζεσταινόταν πολύ κι ότι θα διψούσε. Χωρίς να το καλοσκεφτώ, έκλεισα τον υπολογιστή κι αποφάσισα να τον ακολουθήσω. Δε μου έδινε καμία σημασία, όμως δε νομίζω να κατάλαβε κιόλας ότι τον ακολουθούσα. Περπατήσαμε κανένα χιλιόμετρο με τον ίδιο πάντα αργό ρυθμό και τελικά έκατσε κάτω από ένα δέντρο στον Μώλο. Έκατσα κι εγώ στο πεζούλι απέναντι και σκεφτόμουν πως να τον προσεγγίσω. Αν έφευγα για να του φέρω φαγητό ή νερό μπορεί και να εξαφανιζόταν και μετά πώς θα τον έβρισκα πάλι; Πλησίασα λίγο, έβγαλα φωτογραφία και την πόσταρα σε γκρούπ για ζώα στα κοινωνικά δίκτυα. Σκέφτηκα ότι μπορεί κάποιος να τον ψάχνει. Ήταν εξάλλου γεματούλης και όμορφος. Ήταν αρσενικό.


Ήθελα να τον πλησιάσω για να τον πάρω σπίτι μου, όμως από την άλλη δεν είχα το χώρο. Τελικά, αποφάσισα να δοκιμάσω το φαγητό. Πετάχτηκα γρήγορα στο απέναντι περίπτερο και αγόρασα νερό και σάντουιτς. Όταν επέστρεψα ευτυχώς ήταν εκεί. Τον πλησίασα αργά γιατί φαινόταν να μην με εμπιστεύεται. Δεν αγρίεψε, όμως δε σταμάτησε να με κοιτά με τα λυπημένα του μάτια. Του άφησα το φαγητό κοντά και οπισθοχώρησα. Έμεινα λίγο πίσω και μετά από μερικά λεπτά σταμάτησε να αντιστέκεται στην πείνα του και άρχισε να τρώει. Διάλεξε το ζαμπόν και το ψωμί και άφησε πίσω το τυρί.


Aποφάσισα να πλησιάσω λίγο περισσότερο, όμως άρχισε να φεύγει. Έτσι είπα κι εγώ να προσπαθήσω πάλι την επόμενη μέρα. Ευχόμουν μόνο να τον έβρισκα και πάλι εκεί.


Κι έτσι έγινε. Την επόμενη μέρα, την ίδια μέρα τον βρήκα εκεί. Κάτω από το ίδιο δέντρο. Γιατί άραγε να διαλέγει εκείνο το συγκεκριμένο δέντρο, σκέφτηκα. Του άφησα το σάντουιτς, όπως την προηγούμενη μέρα, όταν όμως προσπάθησα να τον πλησιάσω και πάλι δε μ' άφηνε. Για λίγες μέρες το σκηνικό συνεχίστηκε το ίδιο. Μετά από λίγες μέρες, επιτέλους μ' εμπιστεύτηκε. Ένας παππούς που συνήθιζε να κάνει τις καθημερινές του βόλτες στο Μώλο με είδε που χάιδευα το σκυλί και μας πλησίασε.


"Βλέπω έπιασες φιλίες με τον Διονύση. Θα πρέπει να είχες πολλή υπομονή για να τον καταφέρεις".

Με έκπληξη τον ρωτάω: "Το γνωρίζεις το σκυλί; Πώς βρέθηκε εδώ; Ποιος το εγκατέλειψε";

"Και βέβαια το γνωρίζω. Όλοι εδώ το γνωρίζουμε. Εδώ και ένα χρόνο διασχίζει κάθε μέρα τον πεζόδρομο και έρχεται και κάθεται κάτω από αυτό το δέντρο. Ακόμα και τις μέρες που βρέχει". Πιο πριν ερχόταν με τον ιδιοκτήτη του".


"Και που είναι τώρα ο ιδιοκτήτης του; Γιατί το εγκατέλειψε;"


"Ο γέρο- Αλέξης πέθανε δυστυχώς. Η καρδιά του μια νύχτα τον πρόδωσε έτσι ξαφνικά. Μόνο τον Διονύση είχε στον κόσμο αυτό και ο Διονύσης μόνο τον γερο -Αλέξη. Δύστροπος άνθρωπος, δε συμπαθούσε εύκολα ούτε ανθρώπους ούτε σκυλιά, όμως, ο μπαγάσας από δω του έκλεψε τελικά την καρδιά. Τον βρήκε μια μέρα χτυπημένο στο δρόμο όταν ήταν ακόμη κουτάβι και το μάζεψε. Ακόμη και λεφτά ξόδεψε για το γιατρό του. Ο γέρο Αλέξης λεφτά δεν έδινε εύκολα να ξέρεις".


"Μάλιστα, κατάλαβα. Και το σκυλί κάνει ακόμη μόνο του τη βόλτα που έκανε καθημερινά με τον ιδιοκτήτη του".


"Ναι. Έχουν έλθει και κάποιες φιλοζωικές να τον μαζέψουν, όμως δε θέλει να φύγει από δω. Τον είχαν πάρει σ' ένα καταφύγιο για λίγες μέρες όμως ούτε έτρωγε ούτε έπινε. Έτσι, τον έφεραν πίσω".


Έμεινα για λίγο να κοιτάζω τον Διονύση. Η ιστορία του ήταν συγκινητική, σαν αυτή του Χάτσικο, του διάσημου σκύλου περίμενε κάθε μέρα στο σταθμό του τρένου τον ιδιοκτήτη του, μέχρι το τέλος της ζωή του.


"Παππού, εγώ αυτό τον σκύλο θα τον πάρω σπίτι μου και θα τον κάνω να γελάσει ξανά".


"Μακάρι γιε μου να τα καταφέρεις. Ο γέρο-Αλέξης θα σου στέλνει τις ευχές του από κει ψηλά".


"Μόνο πριν φύγεις να σε ρωτήσω κάτι. Γιατί ονόμασε τον σκύλο Διονύση; Καθόλου συνηθισμένο όνομα για σκύλο".


"Χαχαχα, δίκιο έχεις. Όντως, καθόλου συνηθισμένο όνομα για σκύλο, όμως η αλήθεια μας άρεσε πολύ και τον είχαμε όλοι συνηθίσει τόσο πολύ, που δε ρωτήσαμε ποτέ τον λόγο".


Κι έτσι το 'βαλα πείσμα να πάρω αυτό το μεγάλο σκυλί με τη λυπητερή φάτσα και το παράξενο όνομα στο σπίτι μου. Μάλιστα, θα του άφηνα το ίδιο όνομα, παρόλο που δεν ταίριαζε καθόλου σε σκύλο. Το έβρισκα μάλιστα λίγο αστείο. Όμως, κάθε μέρα κοιτάζοντάς τον, σκέφτηκα ότι τελικά του πήγαινε πολύ.


Μέρα με τη μέρα εγώ κι ο Διονύσης ερχόμασταν όλο και πιο κοντά. Μου έριξε το πρώτο χαμόγελο με άφηνε να τον χαϊδεύω και να τον αγκαλιάζω μέχρι που μετά από αρκετές μέρες με άφησε να του περάσω και λουρί. Εκείνη τη μέρα έπρεπε να τον πάρω στο σπίτι. Ήταν η ευκαιρία μου. Ξεκίνησα να τον τραβάω, όμως, έχοντας καταλάβει τις προθέσεις μου δεν σήκωνε τα πόδια του από το γρασίδι. Χρειαζόμουν λίγες μέρες ακόμη και θα τον έπειθα.

Τελικά, το πείσμα μου νίκησε και κατάφερα μετά από ένα μήνα να βάλω τον Διονύση στο αυτοκίνητό μου και να τον πάρω μαζί μου. Ήταν όλα ξένα γι' αυτόν στην αρχή, όμως έδειχνε να μ' εμπιστευόταν. Υπάκουε σε ό,τι του έλεγα, έκανε χωρίς αντίσταση το μπάνιο του και κοιμήθηκε ένα βαθύ ύπνο στο κρεβατάκι που του είχα αγοράσει. 

Εγώ κι ο Διονύσης ήμασταν για 10 χρόνια οι καλύτεροι φίλοι. Τον έπαιρνα σχεδόν καθημερινά την ίδια βόλτα που έκανε ο ίδιος με τον γερο-Αλέξη και καθόμασταν μαζί κάτω από το ίδιο δέντρο. Μαζί μας κάποιες μέρες ερχόταν και η Αθηνά, η φίλη μου. Όταν παντρευτήκαμε τον ντύσαμε παράνυφο και όταν κάναμε παιδί έγινε ο φύλακας άγγελος του. 

Ο Διονύσης ήταν χαρούμενος. Όσοι τον γνώριζαν με ρωτούσαν για τ' όνομά του, όμως, δεν είχα απάντηση. Κανείς δεν είχε ξανακούσει σκύλο με το ίδιο όνομα. Στην αρχή το έβρισκαν παράξενο, όμως, μετά από λίγη σκέψη το λάτρευαν. 

Ο Διονύσης ήταν μοναδικός, όπως και το όνομά του κι έζησε μαζί μας μέχρι τα γεράματά του. Τον τελευταίο μήνα που είχε αρρωστήσει δεν μπορούσε να περπατήσει μέχρι τον Μώλο, έτσι τον σήκωνα στα χέρια μου και τον έπαιρνα για να κάτσουμε παρέα κάτω από το αγαπημένο του δέντρο. 

Την τελευταία μέρα, πριν φύγει για πάντα από κοντά μας, τον πήρα και πάλι εκεί και κατάλαβα στο βλέμμα του ότι δεν ήθελε να πάει πίσω στο σπίτι. Έτσι, κάναμε την τελευταία μας βόλτα μαζί και του χαϊδεύαμε το μαύρο του τρίχωμα και την άσπρη του πια μουσούδα, μέχρι που έκλεισε ήρεμος και γεμάτος από αγάπη για πάντα τα μάτια. 

Ο Διονύσης ήταν μοναδικός όπως και τ' όνομά του και όλοι λάτρευαν να τον φωνάζουν μ' αυτό. Δεν έμαθα ποτέ γιατί ο γερό-Αλέξης του έδωσε ένα τόσο περίεργο και αστείο όνομα, όμως δεν είχε πια καμία σημασία, γιατί αυτό ήταν που τον έκανε ακόμη πιο μοναδικό.


Πράξια Αρέστη

Σχόλια