Πόσοι θα 'ρθουν όταν εσύ δε θα μπορείς να πας;

Καθηλωμένη στο κρεβάτι για μία βδομάδα, με μοναδική βόλτα της ημέρας αυτήν που φθάνει μέχρι τον καναπέ του σαλονιού.

Ποτέ δε μου άρεσε να παραπονιέμαι όταν δεν είμαι καλά, ποτέ δεν ήθελα να δείχνω ότι πονάω, όμως κάποιες φορές απλά δεν μπορείς να το κρύψεις. Τουλάχιστον σ' αυτούς που σε βλέπουν. Οι υπόλοιποι είναι μια χαρά με μία χαζοχαρούμενη κοινοποίηση στο facebook, που έκρυβε τις αναγούλες που ένιωθες όταν πατούσες τα κουμπιά του πληκτρολογίου.


Θα μπορούσα βέβαια να ανεβάσω μία φωτογραφία μου έτσι χάλια από το κρεβάτι και να ζητώ κάποια συμπαράσταση ή ένα πολύτιμο Like. Το θεωρώ, όμως, λυπητερό και ποτέ δεν ήμουν για λύπηση. Το άλλο είναι ότι βαριέμαι να μπαίνω σε άσκοπες συζητήσεις "του τι έχεις" και να παίρνω τυπικές ευχές για να γίνω καλά.

Εγώ όταν δεν είμαι καλά μετρώ παρουσίες και όχι likes. Πραγματικές παρουσίες, πραγματικά χαμόγελα και όμορφα λόγια που απαλύνουν για λίγο τον πόνο. Γιατί το θέμα είναι, όταν εγώ δεν μπορώ να πάω κάπου, ποιοι θα έλθουν να με δουν; Ποιοι πραγματικά θα ενδιαφερθούν, χωρίς να το κάνουν από οίκτο ή από καθωσπρεπισμό; Και ποιοι δε θα μπουν καν στον κόπο να προσποιηθούν, και καλά θα κάνουν.

Αν δε σας έχει συμβεί, δοκιμάστε το. Θα εκπλαγείτε. Άνθρωποι που δεν το υπολογίζατε ποτέ θα σας σταθούν, ακόμη και με μηνύματα στο κινητό αν είναι μακριά και άλλοι που είχατε για κοντινούς, θα βρουν χίλιες δικαιολογίες και δε θα στερήσουν από κάτι άλλο λίγο χρόνο για να είναι κοντά σας. Όπως εσείς κάνατε άλλοτε γι' αυτούς.

Είναι τρομαχτικό να μην μπορείς να βασίζεσαι στον εαυτό σου. Είναι τρομαχτικό να εξαρτάσαι από την καλοσύνη και την αγάπη των άλλων. Γιατί αυτή σπανίζει. Είχα διαβάσει πρόσφατα την ιστορία μία νεαρής και όμορφης αθλήτριας. Είχε μία υπέροχη ζωή, γεμάτη φίλους και επιτυχίες. Μέχρι τη στιγμή όμως που ήταν καλά. Κάποια στιγμή, αν και νεαρή, χτυπήθηκε από τον καρκίνο και έπρεπε να παλέψει μαζί του για μήνες. Στο πλευρό της πάντα η μητέρα της. Λίγο πριν πεθάνει έγραψε ένα γράμμα και ρωτούσε με παράπονο: "Γιατί οι φίλοι μου δεν έρχονται πια να με δουν"; Στην αρχή, δεχόταν επισκέψεις από συγγενείς και φίλους, όμως, όπως γραφεί αυτοί συνεχώς λιγόστευαν. Μέχρι που όλοι την είχαν ξεχάσει, μέχρι που δεν ερχότανε κανείς. Αυτή, όμως, δεν μπορούσε να βγει έξω, να τους θυμίσει ότι είναι εκεί, ακόμη ζωντανή. Κανείς πια δεν τηλεφωνούσε και κανείς δεν απαντούσε.

Οι άνθρωποι φεύγουν, το έχουμε ξαναπεί. Όσοι έρχονται όταν εσύ δεν μπορείς είναι αυτοί που πραγματικά θέλουν να σε δουν, να ακούσουν τη φωνή σου, να μιλήσουν μαζί σου. Είναι αυτοί που πραγματικά τους λείπεις και χαίρονται την παρέα σου. Αυτοί που νοιάζονται και θέλουν να δουν αν είσαι καλά. Είναι πολύ λίγοι. Συνήθως, προχωρούν στα όμορφα, στα εύκολα, σε νέες φιλίες και σχέσεις που τους δίνουν όσα χρειάζονται και όταν δεν τους κάνουν κι αυτοί πάλι τους πετάνε για να πάρουν άλλους, φρέσκους.

Ποτέ μη θεωρήσεις ότι φταις σε κάτι και ποτέ μη λυπηθείς που βλέπεις τους ανθρώπους γύρω σου να χάνονται. Όσοι θέλουν θα 'ρθουν, όσοι δε θέλουν θα βρουν χίλιες δικαιολογίες.

Σχόλια