Νίκος Καζαντζάκης
«Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο΄ καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να ΄ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα.
Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσχομύριζε. Αγαπούσα πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα’ βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα σώρουχά μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.
Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μού δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου΄ δε μ΄ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της, της χάϊδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:
-Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στεναχωριέσαι, σεριανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάνουν βίζιτα στο Θεό.
Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: «Αλήθεια λες;» και χαμογελούσε.
Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σα να ΄χε κατέβει από τον Παράδεισο, σα να΄χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.
Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου΄ δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν΄ακούσω καναρίνι, χωρίς ν΄ανέβει από το μνήμα της – από το σπλάχνο μου – η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και με το κελάηδημα του καναρινιού.»
Aλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Προς την μητέρα μου (1873)
Μάννα μου, ἐγώ ᾽μαι τ᾽ ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι
ὁποὺ τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.
Τὸ δόλιο! ὅπου κι ἂν στραφεῖ κι ἀπ᾽ ὅπου κι ἂν περάσει,
δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθεῖ κλωνάρι νὰ πλαγιάσει.
Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ᾽ ἀποδαρμένη
μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ᾽ ἀφρισμένη,
παλαίβω μὲ τὰ κύματα χωρὶς πανί, τιμόνι
κι ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκουρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη.
Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ γλυκειά, μανούλα μου, ν᾽ ἀράξω
μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο αὐτὸ πριχοῦ βουλιάξω.
Μανούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω
τοῦ ριζικοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν᾽ ἀγναντέψω.
Στὸ θλιβερὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω
κι ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ μοίρα μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω.
Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι πολλά, σκληρὰ τὰ βασανά μου
ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ σφαλνᾶ θάλασσα, φύκια κι ἄμμο
εἶναι κι ἡ τύχη μου σκληρή, σὰν τὴv ψυχὴ τὴ µαύρη
π᾽ ἀρνήθηκε τὴν Παναγιὰ κι ὁ πόλεος δὲν θά ᾽βρει.
Κι ἐκείνη μ᾽ ἀποκρίθηκε κι ἐκείνη ἀπελογήθη:
Ἦτον ἀνήλιαστη, ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺ γεννήθης
ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες
ὄντας σὲ ἒπλασ᾽ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἄλλες μοῖρες.
Διονύσιος Σολωμός: Η τρελή μάνα ή το κοιμητήριο (απόσπασμα)
Τώρα που η ξάστερη
νύχτα μονάχους
μας ηύρε απάντεχα,
και εκεί στους βράχους
σχίζεται η θάλασσα
σιγαλινά.
Τώρα που ανοίγεται
κάθε καρδία
στη λύπη, ακούσετε
μίαν ιστορία,
που την αισθάνονται
τα σωθικά.
Σε κοιμητήριο
είναι στημένα
δύο κυπαρίσσια
αδελφωμένα
που πρασινίζουνε
μες στους σταυρούς.
Όταν μεσάνυχτα
καταβουΐζουν
οι ανέμοι, αν τα ’βλεπες
πώς κυματίζουν,
έλεες πως κράζουνε
τους ζωντανούς.
Δύο αδέλφια δύστυχα
κοιμούνται κάτου
τον ανεξύπνητον
ύπνον θανάτου,
κι έχασε η μάνα τους
τα λογικά.
Ιωάννη Πολέμη: Ο αποχαιρετισμός της μάννας
Μισεύεις γιὰ τὴν ξενητιὰ καὶ μένω μοναχή μου σύρε παιδί μου στὸ καλὸ καὶ σύρε στὴν εὐχή μου. Τριανταφυλλένια ἡ στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οἱ δρόμοι, γιὰ χάρη σου ν᾿ ἀνθοβολοῦν καὶ τὰ λιθάρια ἀκόμη. Τὰ δάκρυά μου νὰ γεννοῦν διαμάντια σ᾿ ὅ,τι ἀγγίζεις καὶ τὸ ποτήρι τῆς χαρᾶς ποτὲ νὰ μὴ στραγγίζεις. Νὰ πίνεις καὶ νὰ ξεδιψᾶς καὶ νἆν᾿ αὐτὸ γεμάτο, σὰ νἆσαι ἡ βρύση ἀπὸ ψηλὰ κι ἐσὺ νἆσαι ἀποκάτω. Ἐκεῖ, παιδί μου, ποὺ θὰ πᾶς, στὰ μακρινὰ τὰ ξένα, δίχτυα πολλὰ κι ὀξόβεργες θὰ στήσουνε γιὰ σένα. Παιδί μου ἂν ἐμένανε πάψεις νὰ μὲ θυμᾶσαι, μὲ δίχως βαρυγγόμηση συχωρεμένος νἆσαι. Κι ἂν πάλι τὸ φτωχὸ καλύβι μας ντροπὴ σοῦ φέρνει, ὡστόσο Καὶ πάλι θά ῾μαι πρόθυμη, συχώρεση νὰ δώσω. Μ᾿ ἂν τὴν πατρίδα ἀπαρνηθεῖς ποὺ τὴ λατρεύουμε ὅλοι, νἆσαι ἡ ζωή σου ὅπου κι ἂν πᾶς ἀγκάθια καὶ τριβόλοι.
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ: Η μάνα μου κι ο Σατανάς
Τη μεγάλη Παρασκευή
η Παναγιά ξαναγίνεται το πρόσωπο της ημέρας
και η δική μου μάνα ξεμαρμαρώνει.
Δε φοράει πια εκείνο το ροζ που τη θάψανε
κι ούτε κατεβαίνει ολοένα με το κουτί της μαζί.
Τη Μεγάλη Παρασκευή η μάνα μου ζωντανή,
ζεστή σαν το κερί φοράει το τετριμμένο και μαζί το άλλο.
Το νύχι της το προτελευταίο παχουλό
στις άκρες σαν το δικό μου άγνωστη
όταν κρυφοσκεπτόταν και κρυφοαμάρτανε μακριά μου
σαν άρχιζε τον ατέλειωτο θάνατό της
Γεώργιος Βιζυηνός: Η μητέρα
Πώς να πειράξω τη μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;
Πώς ν' αρνηθώ ή ν ' αναβάλω
ό,τι ορίζει κι απαιτεί,
αφού στη γη δεν έχω άλλο
κανένα φίλο σαν αυτή;
Αυτή στα στήθη τα γλυκά της
με είχε βρέφος απαλό,
με κάθιζε στα γόνατά της
και μ' έμαθε να ομιλώ.
Αυτή με τρέφει και με ντύνει
όλο το χρόνο που γυρνά,
και δίπλα στη μικρή μου κλίνη,
σαν αρρωστήσω ξαγρυπνά.
Αυτή σαν πέσω και χτυπήσω
φιλά να γειάνει την πληγή.
Αυτή, τι πρέπει να αφήσω
και τι να κάμω μ'΄οδηγεί.
Πώς το λοιπόν τέτοια μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;
Κ.Π. Καβάφης: Δέησις
Η θάλασσα στα βάθη της πήρ'* έναν ναύτη. —
Η μάνα του, ανήξερη, πιαίνει* κι ανάφτει
στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και ναν* καλοί καιροί —
και όλο προς τον άνεμο στήνει τ' αυτί.
Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,
η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θα 'λθει πια ο υιός που περιμένει.
Ντίνος Χριστιανόπουλος:
Τύψεις όσο περνούν οι μέρες και μακραίνει η ηλικία της σεμνότητας, αισθάνομαι τις ανεπαίσθητες ραγισματιές εντός μου από νύχτα σε νύχτα να πληθαίνουν: δρόμοι που πήρα με χαμηλωμένα μάτια φώτα που πέσαν πάνω μου ανελέητα λόγια πιο πρόστυχα κι απ' τις χειρονομίες - μα πιο πολύ, η όψη της μητέρας μου όταν γυρνώ αργά το βράδυ και τη βρίσκω μ' ένα βιβλίο στο χέρι να προσμένει βουβή ξενυχτισμένη και χλομή
Μίλτος Σαχτούρης: Ο δαίμονας
Το μυαλό μου κουρασμένο
πώς έπεσα
και τσακίστηκα
τώρα
με δεκανίκια
χρυσά τρίγωνα χρυσά τετράγωνα
γύρω κρεμνάω
τώρα η άσπρη φίλη μου, μαύρο φάντασμα
τώρα η μαύρη φίλη μου, άσπρο φάντασμα
κι εκείνη που χάθηκε με τ’ ασημένιο καρφί
στον ποταμό
δεν ξέρω ποιός; ο ήλιος ή το χιόνι
δεν ξέρω ποιά; τα χελιδόνια ή τα σπουργίτια
μετράω ολοένα μετράω
η μητέρα μου ολοένα κλαίει
μετράει η μητέρα μου ολοένα μετράει
Μαρία Πολυδούρη: Μητέρα μου
Μητέρα μου, πόσο φρικτὰ βαραίνει
ἡ μοίρα σου στὸ νεανικό μου στῆθος.
Ὅλοι μου οἱ πόνοι καταφεύγουν πλῆθος
γύρω στὴ θύμησή σου ποὺ πικραίνει.
Ἐμένα, ποὺ σὲ δέχτηκα εὐλογία
κ᾿ ἔγινα τὸ θαυμάσιο ὁμοίωμά σου,
ἂς μὲ δεχτῆ σὰ νἆμαι ἁμάρτημά σου
ἡ μνήμη σου, μαρτυρικὴ κι᾿ ἁγία.
Στὴ μοίρα σου, ποὺ γνώρισα σὲ μένα,
τὴ σπαραγμένη σκέψη μου προσφέρω.
Μὰ στὴν καρδιά μου μόνο ἐγὼ θὰ ξέρω
πόσους μετροῦν νεκροὺς τἀγαπημένα.
Μητέρα μου, πόσο μου λείπεις τώρα
ποὺ πνιχτικό, βαθὺ σκότος θὰ γίνῃ
στὴ μάταιη ζωή μου ποὺ ὅλο σβήνει...
Ἄχ, πώς μου λείπεις σὲ μία τέτιαν ὥρα.
Γιώργος Ιωάννου: Σαν τη μητέρα, αλήθεια
Πηγαίνει αργά στο σινεμά,
μάλιστα στον εξώστη.
Σ' έργα κατά προτίμηση, βουβά
και θαμπωμένα. Κι εκεί
- μέσα στους τόσους εξευτελισμούς -
η μόνη του χαρά να βλέπει τις γυναίκες
της γενιάς γύρω απ' το τριάντα.
Με κείνα τα βαθιά καπέλα,
με τις σειρές τα περιδέραια,
τα μάτια, τα κοντά μαλλιά∙
με τις ψιλές γλυκιές φωνές,
με τις κινήσεις τους τις μητρικές.
Σαν τη μητέρα, αλήθεια∙
σαν τη μάνα του
των πρώτων παιδικών του χρόνων...
Τότε που τον φωνάζανε μοναχογιό.
Γιάννης Ρίτσος - Ἐπιτάφιος (ἀποσπάσματα)
(Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου,
μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της,
βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν - τῶν ἀπερ-
γῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της):
I
Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,
πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;
Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,
τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;
Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμη
πῶς δὲ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι;
Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω
καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο.
Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει
κι εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.
Δὲ μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγὼ τὸν κόρφο δές, ἀνοίγω
καὶ στὰ βυζιὰ ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου μπήγω.
ΙΧ
Ὦ Παναγιά μου, ἂν εἴσουνα, καθὼς ἐγώ, μητέρα,
βοήθεια στὸ γιό μου θἄστελνες τὸν Ἄγγελο ἀπὸ πέρα.
Κι, ἄχ, Θέ μου, Θέ μου, ἂν εἴσουν Θεὸς κι ἂν εἴμασταν παιδιά σου
θὰ πόναγες καθὼς ἐγώ, τὰ δόλια πλάσματά σου.
Κι ἂν εἴσουν δίκειος, δίκαια θὰ μοίραζες τὴν πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδὶ νὰ φάει καὶ νὰ χορτάσει.
Γιέ μου, καλὰ μοῦ τἄλεγε τὸ γνωστικό σου ἀχεῖλι
κάθε φορὰ ποὺ ὁρμήνευε, κάθε φορὰ ποὺ ἐμίλει:
Ἐμεῖς ταγίζουμε ζωὴ στὸ χέρι: περιστέρι,
κ᾿ ἐμεῖς οὔτ᾿ ἕνα ψίχουλο δὲν ἔχουμε στὸ χέρι.
Ἐμεῖς κρατᾶμε ὅλη τὴ γῆς μὲς στ᾿ ἀργασμένα μπράτσα
καὶ σκιάχτρα στέκουνται οἱ Θεοὶ κι ἀφέντη ἔχουνε φάτσα.
Ἄχ, γιέ μου, πιὰ δὲ μοὔμεινε καμιὰ χαρὰ καὶ πίστη,
καὶ τὸ χλωμὸ καὶ τὸ στερνὸ καντήλι μας ἐσβήστη.
Καί, τώρα, ἐπὰ σὲ ποιὰ φωτιὰ τὰ χέρια μου θ᾿ ἀνοίγω,
τὰ παγωμένα χέρια μου νὰν τὰ ζεστάνω λίγο;
«Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο΄ καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να ΄ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα.
Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσχομύριζε. Αγαπούσα πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα’ βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα σώρουχά μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.
Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μού δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου΄ δε μ΄ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της, της χάϊδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:
-Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στεναχωριέσαι, σεριανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάνουν βίζιτα στο Θεό.
Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: «Αλήθεια λες;» και χαμογελούσε.
Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σα να ΄χε κατέβει από τον Παράδεισο, σα να΄χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.
Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου΄ δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν΄ακούσω καναρίνι, χωρίς ν΄ανέβει από το μνήμα της – από το σπλάχνο μου – η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και με το κελάηδημα του καναρινιού.»
Μάννα μου, ἐγώ ᾽μαι τ᾽ ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι
ὁποὺ τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.
Τὸ δόλιο! ὅπου κι ἂν στραφεῖ κι ἀπ᾽ ὅπου κι ἂν περάσει,
δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθεῖ κλωνάρι νὰ πλαγιάσει.
Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ᾽ ἀποδαρμένη
μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ᾽ ἀφρισμένη,
παλαίβω μὲ τὰ κύματα χωρὶς πανί, τιμόνι
κι ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκουρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη.
Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ γλυκειά, μανούλα μου, ν᾽ ἀράξω
μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο αὐτὸ πριχοῦ βουλιάξω.
Μανούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω
τοῦ ριζικοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν᾽ ἀγναντέψω.
Στὸ θλιβερὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω
κι ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ μοίρα μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω.
Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι πολλά, σκληρὰ τὰ βασανά μου
ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ σφαλνᾶ θάλασσα, φύκια κι ἄμμο
εἶναι κι ἡ τύχη μου σκληρή, σὰν τὴv ψυχὴ τὴ µαύρη
π᾽ ἀρνήθηκε τὴν Παναγιὰ κι ὁ πόλεος δὲν θά ᾽βρει.
Κι ἐκείνη μ᾽ ἀποκρίθηκε κι ἐκείνη ἀπελογήθη:
Ἦτον ἀνήλιαστη, ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺ γεννήθης
ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες
ὄντας σὲ ἒπλασ᾽ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἄλλες μοῖρες.
Διονύσιος Σολωμός: Η τρελή μάνα ή το κοιμητήριο (απόσπασμα)
Τώρα που η ξάστερη
νύχτα μονάχους
μας ηύρε απάντεχα,
και εκεί στους βράχους
σχίζεται η θάλασσα
σιγαλινά.
Τώρα που ανοίγεται
κάθε καρδία
στη λύπη, ακούσετε
μίαν ιστορία,
που την αισθάνονται
τα σωθικά.
Σε κοιμητήριο
είναι στημένα
δύο κυπαρίσσια
αδελφωμένα
που πρασινίζουνε
μες στους σταυρούς.
Όταν μεσάνυχτα
καταβουΐζουν
οι ανέμοι, αν τα ’βλεπες
πώς κυματίζουν,
έλεες πως κράζουνε
τους ζωντανούς.
Δύο αδέλφια δύστυχα
κοιμούνται κάτου
τον ανεξύπνητον
ύπνον θανάτου,
κι έχασε η μάνα τους
τα λογικά.
Ιωάννη Πολέμη: Ο αποχαιρετισμός της μάννας
Μισεύεις γιὰ τὴν ξενητιὰ καὶ μένω μοναχή μου σύρε παιδί μου στὸ καλὸ καὶ σύρε στὴν εὐχή μου. Τριανταφυλλένια ἡ στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οἱ δρόμοι, γιὰ χάρη σου ν᾿ ἀνθοβολοῦν καὶ τὰ λιθάρια ἀκόμη. Τὰ δάκρυά μου νὰ γεννοῦν διαμάντια σ᾿ ὅ,τι ἀγγίζεις καὶ τὸ ποτήρι τῆς χαρᾶς ποτὲ νὰ μὴ στραγγίζεις. Νὰ πίνεις καὶ νὰ ξεδιψᾶς καὶ νἆν᾿ αὐτὸ γεμάτο, σὰ νἆσαι ἡ βρύση ἀπὸ ψηλὰ κι ἐσὺ νἆσαι ἀποκάτω. Ἐκεῖ, παιδί μου, ποὺ θὰ πᾶς, στὰ μακρινὰ τὰ ξένα, δίχτυα πολλὰ κι ὀξόβεργες θὰ στήσουνε γιὰ σένα. Παιδί μου ἂν ἐμένανε πάψεις νὰ μὲ θυμᾶσαι, μὲ δίχως βαρυγγόμηση συχωρεμένος νἆσαι. Κι ἂν πάλι τὸ φτωχὸ καλύβι μας ντροπὴ σοῦ φέρνει, ὡστόσο Καὶ πάλι θά ῾μαι πρόθυμη, συχώρεση νὰ δώσω. Μ᾿ ἂν τὴν πατρίδα ἀπαρνηθεῖς ποὺ τὴ λατρεύουμε ὅλοι, νἆσαι ἡ ζωή σου ὅπου κι ἂν πᾶς ἀγκάθια καὶ τριβόλοι.
Τη μεγάλη Παρασκευή
η Παναγιά ξαναγίνεται το πρόσωπο της ημέρας
και η δική μου μάνα ξεμαρμαρώνει.
Δε φοράει πια εκείνο το ροζ που τη θάψανε
κι ούτε κατεβαίνει ολοένα με το κουτί της μαζί.
Τη Μεγάλη Παρασκευή η μάνα μου ζωντανή,
ζεστή σαν το κερί φοράει το τετριμμένο και μαζί το άλλο.
Το νύχι της το προτελευταίο παχουλό
στις άκρες σαν το δικό μου άγνωστη
όταν κρυφοσκεπτόταν και κρυφοαμάρτανε μακριά μου
σαν άρχιζε τον ατέλειωτο θάνατό της
Γεώργιος Βιζυηνός: Η μητέρα
Πώς να πειράξω τη μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;
Πώς ν' αρνηθώ ή ν ' αναβάλω
ό,τι ορίζει κι απαιτεί,
αφού στη γη δεν έχω άλλο
κανένα φίλο σαν αυτή;
Αυτή στα στήθη τα γλυκά της
με είχε βρέφος απαλό,
με κάθιζε στα γόνατά της
και μ' έμαθε να ομιλώ.
Αυτή με τρέφει και με ντύνει
όλο το χρόνο που γυρνά,
και δίπλα στη μικρή μου κλίνη,
σαν αρρωστήσω ξαγρυπνά.
Αυτή σαν πέσω και χτυπήσω
φιλά να γειάνει την πληγή.
Αυτή, τι πρέπει να αφήσω
και τι να κάμω μ'΄οδηγεί.
Πώς το λοιπόν τέτοια μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;
Κ.Π. Καβάφης: Δέησις
Η θάλασσα στα βάθη της πήρ'* έναν ναύτη. —
Η μάνα του, ανήξερη, πιαίνει* κι ανάφτει
στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και ναν* καλοί καιροί —
και όλο προς τον άνεμο στήνει τ' αυτί.
Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,
η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θα 'λθει πια ο υιός που περιμένει.
Ντίνος Χριστιανόπουλος:
Τύψεις όσο περνούν οι μέρες και μακραίνει η ηλικία της σεμνότητας, αισθάνομαι τις ανεπαίσθητες ραγισματιές εντός μου από νύχτα σε νύχτα να πληθαίνουν: δρόμοι που πήρα με χαμηλωμένα μάτια φώτα που πέσαν πάνω μου ανελέητα λόγια πιο πρόστυχα κι απ' τις χειρονομίες - μα πιο πολύ, η όψη της μητέρας μου όταν γυρνώ αργά το βράδυ και τη βρίσκω μ' ένα βιβλίο στο χέρι να προσμένει βουβή ξενυχτισμένη και χλομή
Μίλτος Σαχτούρης: Ο δαίμονας
Το μυαλό μου κουρασμένο
πώς έπεσα
και τσακίστηκα
τώρα
με δεκανίκια
χρυσά τρίγωνα χρυσά τετράγωνα
γύρω κρεμνάω
τώρα η άσπρη φίλη μου, μαύρο φάντασμα
τώρα η μαύρη φίλη μου, άσπρο φάντασμα
κι εκείνη που χάθηκε με τ’ ασημένιο καρφί
στον ποταμό
δεν ξέρω ποιός; ο ήλιος ή το χιόνι
δεν ξέρω ποιά; τα χελιδόνια ή τα σπουργίτια
μετράω ολοένα μετράω
η μητέρα μου ολοένα κλαίει
μετράει η μητέρα μου ολοένα μετράει
Μητέρα μου, πόσο φρικτὰ βαραίνει
ἡ μοίρα σου στὸ νεανικό μου στῆθος.
Ὅλοι μου οἱ πόνοι καταφεύγουν πλῆθος
γύρω στὴ θύμησή σου ποὺ πικραίνει.
Ἐμένα, ποὺ σὲ δέχτηκα εὐλογία
κ᾿ ἔγινα τὸ θαυμάσιο ὁμοίωμά σου,
ἂς μὲ δεχτῆ σὰ νἆμαι ἁμάρτημά σου
ἡ μνήμη σου, μαρτυρικὴ κι᾿ ἁγία.
Στὴ μοίρα σου, ποὺ γνώρισα σὲ μένα,
τὴ σπαραγμένη σκέψη μου προσφέρω.
Μὰ στὴν καρδιά μου μόνο ἐγὼ θὰ ξέρω
πόσους μετροῦν νεκροὺς τἀγαπημένα.
Μητέρα μου, πόσο μου λείπεις τώρα
ποὺ πνιχτικό, βαθὺ σκότος θὰ γίνῃ
στὴ μάταιη ζωή μου ποὺ ὅλο σβήνει...
Ἄχ, πώς μου λείπεις σὲ μία τέτιαν ὥρα.
Γιώργος Ιωάννου: Σαν τη μητέρα, αλήθεια
Πηγαίνει αργά στο σινεμά,
μάλιστα στον εξώστη.
Σ' έργα κατά προτίμηση, βουβά
και θαμπωμένα. Κι εκεί
- μέσα στους τόσους εξευτελισμούς -
η μόνη του χαρά να βλέπει τις γυναίκες
της γενιάς γύρω απ' το τριάντα.
Με κείνα τα βαθιά καπέλα,
με τις σειρές τα περιδέραια,
τα μάτια, τα κοντά μαλλιά∙
με τις ψιλές γλυκιές φωνές,
με τις κινήσεις τους τις μητρικές.
Σαν τη μητέρα, αλήθεια∙
σαν τη μάνα του
των πρώτων παιδικών του χρόνων...
Τότε που τον φωνάζανε μοναχογιό.
Γιάννης Ρίτσος - Ἐπιτάφιος (ἀποσπάσματα)
(Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου,
μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της,
βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν - τῶν ἀπερ-
γῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της):
I
Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,
πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;
Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,
τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;
Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμη
πῶς δὲ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι;
Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω
καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο.
Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει
κι εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.
Δὲ μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγὼ τὸν κόρφο δές, ἀνοίγω
καὶ στὰ βυζιὰ ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου μπήγω.
ΙΧ
Ὦ Παναγιά μου, ἂν εἴσουνα, καθὼς ἐγώ, μητέρα,
βοήθεια στὸ γιό μου θἄστελνες τὸν Ἄγγελο ἀπὸ πέρα.
Κι, ἄχ, Θέ μου, Θέ μου, ἂν εἴσουν Θεὸς κι ἂν εἴμασταν παιδιά σου
θὰ πόναγες καθὼς ἐγώ, τὰ δόλια πλάσματά σου.
Κι ἂν εἴσουν δίκειος, δίκαια θὰ μοίραζες τὴν πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδὶ νὰ φάει καὶ νὰ χορτάσει.
Γιέ μου, καλὰ μοῦ τἄλεγε τὸ γνωστικό σου ἀχεῖλι
κάθε φορὰ ποὺ ὁρμήνευε, κάθε φορὰ ποὺ ἐμίλει:
Ἐμεῖς ταγίζουμε ζωὴ στὸ χέρι: περιστέρι,
κ᾿ ἐμεῖς οὔτ᾿ ἕνα ψίχουλο δὲν ἔχουμε στὸ χέρι.
Ἐμεῖς κρατᾶμε ὅλη τὴ γῆς μὲς στ᾿ ἀργασμένα μπράτσα
καὶ σκιάχτρα στέκουνται οἱ Θεοὶ κι ἀφέντη ἔχουνε φάτσα.
Ἄχ, γιέ μου, πιὰ δὲ μοὔμεινε καμιὰ χαρὰ καὶ πίστη,
καὶ τὸ χλωμὸ καὶ τὸ στερνὸ καντήλι μας ἐσβήστη.
Καί, τώρα, ἐπὰ σὲ ποιὰ φωτιὰ τὰ χέρια μου θ᾿ ἀνοίγω,
τὰ παγωμένα χέρια μου νὰν τὰ ζεστάνω λίγο;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου