Η Ελπίδα και η παπαρούνα

Ήταν μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα. Ο ήλιος ήταν ζεστός παρόλο και φυσούσε ένα δροσερό αεράκι που έφερνε μαζί του αρώματα από τις αμυγδαλιές και τα φρεσκοανθισμένα λουλούδια. Η κοιλάδα που απλωνόταν πίσω από το σπίτι της Ελπίδας είχε ντυθεί στα πράσινα και είχε στολιστεί με όλων των ειδών άγρια και πολύχρωμα λουλούδια, όπως άλλωστε γινόταν κάθε χρόνο αυτή την εποχή.


Η Ελπίδα έκανε τη συνηθισμένη της ποδηλατική βόλτα μέχρι το εξωκλήσι του χωριού και κάθε τόσο έσκυβε πάνω από ένα όμορφο λουλούδι και το κοίταζε. Άσπρες και κίτρινες μαργαρίτες, παπαρούνες, σκυλάκια και διάφορα άλλα αγριόλουλουδα μαζί με φρέσκο πράσινο χορταράκι στόλιζαν όμορφα τη γη. Η Ελπίδα πρόσεχε στο δρόμο της να μην τα πατήσει, γιατί όπως της έλεγε η μαμά της, είναι κι αυτά ζωντανά όπως τους ανθρώπους. Χρειάζονται τον αέρα για να αναπνέουν τον ήλιο για να ζεσταίνονται και το νερό για να μεγαλώνουν. Και η Ελπίδα καθημερινά παρακολουθούσε τα φυτά να μεγαλώνουν μέρα με τη μέρα και να ανθίζουν. Να μετατρέπονται από άσχημα κοτσάνια σε όμορφα χρωματιστά λουλούδια.

Εκείνη τη μέρα εντυπωσιάστηκε από μία μεγάλη κόκκινη παπαρούνα. Οι παπαρούνες ήταν πάντα τα αγαπημένα της λουλούδια. Ήταν ντυμένες στα κόκκινα ανάλαφρες, κομψές και ξεχώριζαν από μακριά.  Αυτή όμως η παπαρούνα είχε κάτι επάνω της ξεχωριστό. Ήταν τόσο κόκκινη, ψηλή και λαμπερή που η Ελπίδα κόλλησε το βλέμμα της πάνω της και άπλωσε το χέρι της να αγγίξει. Και καθώς άπλωσε το χέρι της ένιωσε κάτι να την τραβάει προς το χώμα, σαν ένα αόρατο χέρι και να την συρρικνώνει. Έκλεισε τα μάτια της από φόβο και όταν τα άνοιξε όλος ο κόσμος ήταν αλλιώς. Δε έβλεπε γύρω της παρά μόνο πράσινα ψηλά χόρτα και τα λουλούδια ήταν κι αυτά τεράστια.

Κοίταζε γύρω της σαν χαμένη. Τι της είχε συμβεί; Ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα όταν ένιωσε ένα ελαφρύ άγγιγμα στον ώμο. Γύρισε πίσω της και είδε μία μικρή κόκκινη νεράιδα, με δύο ψηλά πέταλα στο κεφάλι αντί για μαλλιά και χρυσά φτερά, που στα χέρια της κρατούσε ένα μικρό κλαρί και έβγαζε γύρη με κάθε κίνησή της. Είχε διαβάσει για τις νεράιδες, όμως δεν είχε διαβάσει ποτέ για την κόκκινη νεράιδα των παπαρούνων.


-          Μη φοβάσαι Ελπίδα. Της είπε αμέσως. Είμαι η Πάπι η νεράιδα των παπαρούνων. Ξέρω πόσο πολύ αγαπάς τις παπαρούνες, τις ποτίζεις και τις προσέχεις γι’ αυτό κι εγώ ήθελα να σου δείξω πώς είναι να είσαι για μια μέρα λουλούδι. Θέλαμε να δεις πώς είναι οι ζωές μας και να μας γνωρίσεις καλύτερα. Είσαι έτοιμη;
Η Ελπίδα δεν πρόλαβε να πει λέξη. Η Πάπι σήκωσε το ραβδί της και η Ελπίδα βρέθηκε στον αέρα μαζί της. Στην αρχή στριφογύριζε, δεν ήξερε πώς να πετάξει και η νεράιδα γελούσε μαζί της. Όμως, την πήρε απ’ το χέρι και τη βοήθησε να ισορροπήσει.
Πέταξαν μαζί γύρω από τη μεγάλη παπαρούνα κι ανέβηκαν για να καθίσουν στα πέταλά της. Ένα ελαφρύ αεράκι φύσηξε και τις κούνησε λίγο και η μυρωδιά που έφτασε στις μύτες τους ήταν υπέροχη.
-          Τώρα πρέπει μόνο να περιμένουμε ήσυχοι και ακίνητοι, είπε η νεράιδα. Και θα δεις πόσους επισκέπτες έχει κάθε μέρα ένα λουλούδι.

Η Ελπίδα έγνεψε με το κεφάλι της θετικά και περίμενε με προσοχή κάτι να φανεί. Με το χέρι της πήρε μια σταλιά νερό που είχε στα πέταλά της η παπαρούνα από τη πρωινή βροχούλα και έπλυνε το πρόσωπό της. Ένιωθε λίγο βρεγμένα τα ρούχα της, όμως δεν την πείραζε καθόλου.
Ξαφνικά βλέπει μία μέλισσα να πλησιάζει κουνώντας γρήγορα τα φτερά της. Έχωσε τις κεραίες της στην καρδιά της όμορφης μαργαρίτας και μάζεψε όση γύρη μπορούσε. Τις χαιρέτισε βιαστικά με σοβαρό ύφος και αμέσως μετά πέταξε και πάλι μακριά για να πάει τη γύρη στη φωλιά της, όπου θα γινόταν ένα γευστικό, γνήσιο μέλι.
Ο επόμενος επισκέπτης δεν άργησε να φανεί. Μία παπαρούνα σκαρφάλωνε από το κοτσάνι της παπαρούνας, μέχρι που έφθασε στα πέταλα και έκατσε να ξεκουραστεί για να απολαύσει τον ήλιο. Ήπιε λίγο νερό από τις δροσερές σταλιές στα πέταλα κι έπειτα από λίγα λεπτά, άνοιξε τα φτερά της και πέταξε στο επόμενο λουλούδι.
Και να αμέσως μετά μία πεταλούδα με μεγάλα άσπρα φτερά έκανε την εμφάνισή της. Ήταν τόσο όμορφη και εντυπωσιακή. Πέταξε για λίγο γύρω από την Ελπίδα και την νεράιδα, έκανε στροφές στο κέντρο της παπαρούνας σαν μπαλαρίνα ντυμένη στα άσπρα κι αφού υποκλίθηκε συνέχισε να χορεύει πηγαίνοντας από λουλούδι σε λουλούδι.
Κι άλλα έντομα πέρασαν για να ξεκουραστούν για λίγο στα πέταλα της παπαρούνας, άλλα για να φάνε άλλα για να ξεδιψάσουν κι αυτή όλα τα υποδεχόταν με χαρά, αφήνοντας το αεράκι να τη χαϊδεύει απαλά και να ρίχνει τα σπόρια της στη γη όπου κάποιο από αυτό θα γινόταν μετά το παιδί της και θα έπαιρνε τη θέση της, όταν με το τέλος της άνοιξης η ίδια θα μάρανε και τα όμορφά της πέταλα θα έπεφταν ένα ένα κουρασμένα και κιτρινισμένα.

Τόσο λίγο κρατάει η ζωή ενός λουλουδιού και στο τόσο λίγο της ζωής του δίνει τόσα πολλά.
Η Πάπι πέταξε πάνω από την Ελπίδα την τράβηξε από το χέρι μαζί της, την άγγιξε με το ραβδί της ελαφριά στο κεφάλι και εξαφανίστηκε ανάμεσα στις κόκκινες παπαρούνες. Η μικρή πήρε πάλι το κανονικό της μπόι κι έπεσε μαλακά στο έδαφος. Σηκώθηκε, κοίταζε την όμορφη και περήφανη παπαρούνα κι ένιωθε χαρούμενη που κανείς άνθρωπος δεν θα την έκοβε και δεν θα την πατούσε. Εκεί που ήταν, ήταν ασφαλής και η Ελπίδα κάθε μέρα θα περνούσε για να τη χαιρετίσει.


«Αύριο πάλι», της είπε και πήρε το ποδήλατό της για να πάει πίσω στο σπίτι. 

Σχόλια