Η τελευταία αγκαλιά...

Ώρα 15:00, ημέρα Πέμπτη. Επέλεξα πάλι την ίδια θέση στο εβδομαδιαίο meeting της εταιρείας. Αυτήν με το παράθυρο δίπλα, για να χαζεύω τη θέα της πόλης. Μετά από αρκετή ώρα προσπάθειας για συγκέντρωση, παραιτήθηκα. Άφησα το μυαλό μου και πάλι να ταξιδέψει εκεί που θέλει. Να έλθει σε σένα.

Ο διευθυντής κάτι λέει για deadline, οι συνάδελφοι απαντούν, στα αυτιά μου έρχεται μόνο ένα βουητό και μέσα σε αυτό καταφέρνω να ξεχωρίσω δυο, τρεις λέξεις. Αυτό που συμβαίνει στις ταινίες, που σε ένα μεγάλο meeting όλοι γύρω μιλάνε μα δεν ακούγονται και ο πρωταγωνιστής κοιτάζει χαμένος στις σκέψεις του, από την πραγματικότητα είναι εμπνευσμένο.



Ώρα: 15:10, ημέρα Πέμπτη. Λίγους μήνες πριν. Το μυαλό μου νίκησε πάλι. Έσπασε το χρόνο και πήγε πάλι εκεί. Στην τελευταία μας συνάντηση. Απίστευτο πράγμα οι αναμνήσεις. Με το πέρασμα του χρόνου μοιάζουν με όνειρα. Όνειρα που έγιναν πραγματικότητα, μα τέλειωσαν όπως κάθε όνειρο τελειώνει.

Μπήκα στο δωμάτιο, με περίμενες. Ως συνήθως δεν σταυρώσαμε λέξη. Κοιταχτήκαμε και με πήρες αγκαλιά. Αυτή η αγκαλιά ήταν τόσο αληθινή που τη νιώθω ακόμη και σημέρα. Μπορείς να πεις πώς δεν μ’ αγάπησες ποτέ, μπορείς να πεις ότι όλα όσα μου είπες ήταν ψέματα, όμως αυτή την αγκαλιά δεν μπορείς να μου την πάρεις. Ήταν τόσο αληθινή, όσο και το δάκρυ στην άκρη του ματιού μου που προσπαθώ να συγκρατήσω γι’ ακόμη μια φορά, μη με ρωτάνε πάλι όλοι τι έχω. Όχι, τίποτα άλλο μα μου τέλειωσαν κι οι δικαιολογίες.

Και τώρα αν με διάβαζες θα με ‘λεγες και πάλι υπερβολική, γιατί θέλω να σου ομολογήσω στο χαρτί ότι όπως με αγκάλιασες εσύ εκείνα τα δύο λέπτα, δεν με αγκάλιασε ποτέ κανείς. Ήταν τόσο δυνατή αυτή η αγκαλιά, που ακόμα την αισθάνομαι. Ήταν σαν να μου ‘λεγες άντιο, ήταν λες και δεν θα με κρατούσες ποτέ ξανά στα χεριά σου. Ήξερες πράγματα που εγώ δεν ήθελα καν φανταστώ; Γιατί αν ήξερα ότι εκείνη ήταν η τελευταία στιγμή μαζί σου, θα έκλεινα τα μάτια μου και θα ευχόμουν στο Θεό, έτσι όπως ήμουν ευτυχισμένη στην αγκαλιά σου να με πάρει μαζί του. Να έσβηνα, να μη σε έβλεπα ποτέ ξανά να φεύγεις. Το ίδιο ευχόμουν κι εκείνο το βράδυ που σου ‘χα πει για πρώτη φορά μεθυσμένη σ’ αγαπώ. Έτσι, είμαι εγώ. Ανάποδη. Όταν πλημμυρίζω από ευτύχια εύχομαι να είναι αυτό το τέλος. Γιατί οι «ευτυχίες» δεν κρατάνε για πολύ. Εσύ δεν κράτησες για πολύ. Μου έδωσες τα πάντα με μια αγκαλιά και μου τα πήρες πίσω την επόμενη μέρα μ’ ένα τηλεφώνημα. Ήταν λες και μου έδειξες τον παράδεισο για να μου ζητήσεις μετά να ζήσω στην κόλαση. Τρελή είμαι να θέλω να ζήσω στην κόλαση, όταν είδα πώς μοιάζει ο παράδεισος;

Με ξεγέλασε εκείνη η αγκαλιά. Με κρατάει κολλημένη εκεί μετά από τόσο καιρό. Τα χέρια σου κυλούσαν στο σώμα μου παντού και με έσφιγγαν σαν να με είχαν επιθυμήσει. Τα λάτρευα τα δύο σου χέρια. Μέσα σ’ αυτά έβλεπα τη ζωή σου, αυτή που είχες ζήσει κι αυτήν που θα ζούσες χωρίς εμένα.

Βλέπω ένα χέρι να περνάει από μπροστά μου πάνω κάτω. Ο συνάδελφος προσπαθεί να με φέρει σε επικοινωνία με τα εγκόσμια. Ακούω τ’ όνομά μου, η ανάμνηση σβήνει.

Ώρα: 15:30, ημέρα Πέμπτη. Ο χρόνος πάγωσε στην τελευταία σου αγκαλιά. Την επόμενη βδομάδα και πάλι θα σε συναντήσω, για να σου πω όλα όσα δεν ζητάς πια ν’ ακούσεις για μένα. Θα σ’ αγκαλιάσω και θα σ’ αφήσω και πάλι να επιστρέψεις στην δική σου πραγματικότητα, αυτήν που επέλεξες να ζεις χωρίς εμένα.

Σχόλια