To άστεγο κοριτσάκι και το καινούριο κινητό



Πλησίαζαν Χριστούγεννα, η πόλη στολισμένη, γεμάτη με πολύχρωμα φωτάκια και κόσμο να κάνει τα πρώτα του ψώνια κι εγώ χαρούμενη ακολουθούσα τους ρυθμούς, χωρίς να ξέρω ότι εκείνο το πρωινό του Δεκέμβρη θα άλλαζε για πάντα τον τρόπο σκέψης μου για τη ζωή. Καλοντυμένη, φρεσκαρισμένη από τις μέρες των διακοπών, οι φωνές των φίλων μου να με αγκαλιάζουν και στο πρόσωπό μου ζωγραφισμένο ένα τεράστιο χαμόγελο που δεν έλεγε να φύγει.

Ξέρετε, μόλις είχα κάνει δώρο στον εαυτό μου ένα καινούριο κινητό και ανυπομονούσα να πάω σπίτι να το περιεργαστώ. Περπατούσα ή μάλλον πετούσα στα σύννεφα γιατί κατάφερα να έχω στην κτήση μου ακόμα ένα πανάκριβο μικρό αντικείμενο που θα κέντριζε φυσικά τα βλέμματα όλων των φίλων και των συγγενών μου. Εξάλλου, το προηγούμενο κινητό το είχα ήδη δύο χρόνια. Ήταν απαρχαιωμένο και είχα αρχίσει πραγματικά να το βαριέμαι. Άσε που ντρεπόμουν κάθε φορά που χτυπούσε και έπρεπε να το βγάζω από την τσάντα.



Κι εκεί που έκανα αυτές τις ανούσιες και ηλίθιες σκέψεις μου, βλέπω να απλώνεται μπροστά στα πόδια μου ένα μικρό χεράκι και ακούω μια φωνούλα να μου λέει: «χαρτομάντιλα κυρία;» Ήταν ένα μικρό κοριτσάκι το οποίο καθόταν στο πεζοδρόμιο κάτω από ένα ψηλό δέντρο και πουλούσε χαρτομάντιλα. Θα μου πείτε τώρα τι το σπουδαίο με αυτό; Η πόλη είναι γεμάτη από αυτά τα «ενοχλητικά» παιδιά.

Όμως, το βλέμμα της μικρής ήταν διαπεραστικό. Με το που μου λέει «χαρτομάντιλα κυρία», γυρνάω προς το μέρος της κι αυτή είχε γυρισμένο το πρόσωπό της πάνω μου και με κοίταζε με τα αμυγδαλωτά κατάμαυρα μάτια της. Το βλέμμα της ήταν φοβισμένο, διστακτικό, παραπονεμένο, αλλά και γλυκό ταυτόχρονα. Ήταν τόσο όμορφη, σαν μελαχρινός άγγελος. Σάστισα. Δεν μπορούσα να καταπιώ, δεν μπορούσα να κινηθώ. Είχα ξεχάσει κιόλας το ολοκαίνουριό μου κινητό. Ένιωσα ότι είχαν τρυπήσει το κορμί μου χίλιες σφαίρες. Και χωρίς να προλάβω ν’ αντιδράσω οι φίλοι μου με έσπρωξαν μαζί τους.

Δε θυμάμαι πως έφτασα στο σπίτι. Το μυαλό μου είχε θολώσει. Το αθώο και ταλαιπωρημένο βλέμμα της μικρής με είχε καθηλώσει. Κάθισα στον καναπέ, αφήνοντας όλες μου τις τσάντες στο πάτωμα. Τις έβλεπα και το περιεχόμενό τους δεν με ενθουσίαζε πλέον. Είναι απλά αντικείμενα. Αντικείμενα τα οποία σε λίγο καιρό θα βαρεθώ όπως και τα προηγούμενα και τα επόμενα. Τι αληθινό μου προσφέρουν αυτά; Γιατί τόσος ενθουσιασμός; Και ξαφνικά μέσα μου ένιωσα ένα τεράστιο κενό.

Είναι σαν να πέθανα και να ξαναγεννήθηκα διαφορετικός άνθρωπος μέσα σε λίγα λεπτά. Συνειδητοποίησα ότι από τη στιγμή που υπάρχουν εκατομμύρια παιδιά στον πλανήτη που ζούνε έτσι κι ίσως χειρότερα, έχουμε αποτύχει ως ανθρωπότητα. Δεν έχει κανένα νόημα να λεγόμαστε άνθρωποι, όσο υπάρχουν στον κόσμο παιδιά που πεινούν και υποφέρουν. Και το χειρότερο είναι ότι συνηθίσαμε απλά να τα προσπερνάμε.

Όταν σταματάμε να προσφέρουμε, σταματάμε να υπάρχουμε αληθινά. Αυτό που νιώθουμε δεν είναι παρά μια ψεύτικη, πλαστική ευτυχία που προέρχεται και ανανεώνεται μόνο από τα άψυχα υλικά αγαθά. Όταν όμως τα φωτάκια σβήσουν, όταν δεν έχουμε κανένα τριγύρω μας, αυτό το κενό μας πνίγει και δεν ξέρουμε γιατί.

Μόλις συνήλθα από τις σκέψεις μου, επέστρεψα πίσω στο κοριτσάκι αυτό. Ανακουφίστηκα πολύ όταν την είδα ξανά εκεί στο ίδιο σημείο που ήταν και πριν να τρώει με απίστευτη ικανοποίηση ένα σάντουιτς, που πιθανόν της έδωσε κάποιος περαστικός. Τα μάτια της τώρα έλαμπαν. Έπαιρνε μεγάλες μπουκιές και έτρωγε βιαστικά. Πρέπει να πεινούσε πολύ. Την κοίταζα για λίγα λεπτά από μακριά. Τα μάτια μου βούρκωσαν. Κατευθύνθηκα αμέσως προς το κοντινότερο φαστφουντάδικο και της πήρα ένα χάμπουργκερ και μία κούκλα από ένα διπλανό κατάστημα. Δεν ήθελα να της δώσω μόνο λεφτά, γιατί ήξερα ότι δεν θα τα έπαιρνε αυτή. Αυτά θα ήταν υπέρ αρκετά για να της δώσουν λίγη χαρά και για να της εξασφαλίσουν ένα εύκολο, χορτάτο γεύμα. Βλέπετε, πράγματα που εμείς προσπερνάμε και θεωρούμε δεδομένα και για τα οποία ίσως γκρινιάζουμε κάποτε, όπως το φαγητό, για κάποιους άλλους είναι ευλογία. Έσκυψα από πάνω της. Της έδωσα το χάμπουργκερ και έπειτα την κούκλα. Δεν είπε τίποτα. Απλά με κοίταζε με κάποια απορία και χαμογέλασε. Την ρώτησα: «ποσό πουλάς τα χαρτομάντιλα?» και μου είπε: «όσα θέλεις». Έτσι, αγόρασα κι ένα κουτί χαρτομάντιλα για πενήντα λεπτά. Την ευχαρίστησα και έφυγα.

Από εκείνη τη μέρα δεν την είδα ποτέ ξανά. Για αρκετό καιρό, σχεδόν καθημερινά, έκανα βόλτες στο κέντρο της πόλης για να τη βρω. Όμως είχε γίνει άφαντη. Ούτε το όνομά της δεν πρόλαβα να ρωτήσω.

Δεν ξέρω γιατί ήθελα να τη βρω και δεν ξέρω ακόμη και τώρα τι θα της έλεγα αν τη συναντούσα. Τα λόγια μου εξάλλου δε νομίζω να είχαν κάποιο νόημα γι’αυτήν και σίγουρα δεν θα έκαναν τη ζωή της καλύτερη. Ευχόμουν μόνο να μπορούσα να κάνω περισσότερα. Από τότε έχουν περάσει κάποια χρόνια. Ακόμη δεν άλλαξα κινητό, είπα να το κρατήσω μέχρι να σπάσει…

Σχόλια