Το ημερολόγιο ενός χωρισμού…

Μέρα 1η
Ακόμη δεν έχω συνειδητοποιήσει ότι στο τελευταίο μήνυμα του έγραψα «τελειώσαμε». Κοιτάζω το κινητό κάθε λεπτό, μήπως και στείλει κάποιο μήνυμα και δεν το ακούσω. Λες κι έχω κουφαθεί… Κοιτάζω την οθόνη του υπολογιστή σαν χαμένη, οδηγώ σαν πρωτάρα στους δρόμους χαμένη στις σκέψεις μου χωρίς προορισμό. Προσπαθώ να καταλάβω τι έγινε. Φοβάμαι να πάω σπίτι το βράδυ, γιατί συνειδητοποιώ ότι δε θα είναι εκεί. Πρέπει όμως να φάνω γενναία. Φτάνω στην πόρτα. Βάζω το κλειδί και την ανοίγω. Απόλυτη σιωπή. Η τηλεόραση κλειστή, ο νεροχύτης άδειος, τα φώτα κλειστά. Έχει φύγει…

Μέρα 4η
Ευτυχώς είναι Σάββατο. Δε χρειάζεται να δουν οι συνάδελφοι μου το χαμένο μου βλέμμα. Ξύπνησα τρεις τέσσερις φορές μέσα στη νύχτα απλά για να δω αν μου έστειλε κάποιο μήνυμα. Κι αν μου στείλει τι θα κάνω; σκέφτομαι. Θα τον δεχτώ αμέσως πίσω. Θα τον παρακαλέσω να επιστρέψει. Όχι δε θα του απαντήσω καν. Ή μάλλον θα του δώσω μία απάντηση ειρωνική. Πάντα όταν τσακωνόμαστε έστελνε μήνυμα. Πάντα. Βασίζομαι σε αυτό και παίρνω ελπίδα για να σηκωθώ χαρούμενη από το κρεβάτι. Είμαι σίγουρη ότι θα με ψάξει. Απλά θέλει λίγες μέρες να με πιθυμήσει….

Μέρα 5η
Κυριακή… Η μαμά με πήρε εκατό τηλέφωνα. Πάλι δεν κοιμήθηκα πολύ καλά κι ακόμα δεν έχει στείλει  ούτε ένα μήνυμα. Λες να βγήκε; Λες να βρήκε κιόλας άλλη; Λες να κάνω εγώ το πρώτο βήμα; Όχι πρέπει να τον αφήσω να έλθει από μόνος του. Να καταλάβει τα λάθη του. Κι αν δεν έλθει; Κάθε ώρα παίρνω το κινητό γράφω ένα κατεβατό κλαμένες λέξεις και μετά τις σβήνω και μετά ξανά από την αρχή. Παίρνω κότσο τα μαλλιά και ξεκινάω με μανία να καθαρίζω το σπίτι και στο ράδιο διαπασών Νατάσσα Μποφίλιου. Τελειώνω με το δικό μου σπίτι και πάω να καθαρίσω κι αυτό της κολλητής μου. Αυτή με κοιτάζει, με αφήνει να παραμιλώ και να τον βρίζω και μου λέει «αφού μόλις σου νέψει θα γυρίσεις πίσω γονατιστή». Κάνω πως δεν άκουσα τίποτα και συνεχίζω να είμαι σε υπερένταση. Ανάβω τσιγάρο. Τι μαλακία κάνω. Του είπα ότι έκοψα το κάπνισμα. Αν με δει θα φωνάζει πάλι… Δε θα με δει όμως…

Μέρα 8η
Με τρεις νύχτες να μισοκοιμάμαι δεν ξέρω πως θα βγάλω τη μέρα στη γραφείο. Το ένα λάθος πάνω στο άλλο και το διευθυντή να φωνάζει και πάλι πόσο άθλια είμαι. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ. Ξεχνιέμαι λίγο. Κάθε μία ώρα τσεκάρω το facebook του. Καμία κίνηση. Τι σκατά κάνει; Σφίγγομαι να μην ξεσπάσω σε λυγμούς. Επιτέλους μπορώ να σχολάσω. Πάω τρέχοντας στην κολλητή μου, στο αυτοκίνητο με πιάνουν τα κλάματα. Θυμάμαι διάφορα. Κατεβαίνω και το ξέσπασμα συνεχίζεται στα γόνατά της. Χίλια γιατί, χίλια πως, χίλιες εξηγήσεις, ακόμη και η πιο παραμικρή λεπτομέρεια περνάει από τη σκέψη μου. Νομίζω θα τρελαθώ.

Mέρα 9η
Παρατηρώ ότι οι ώρες και οι μέρες περνούν αργά και βασανιστικά. Ίσως επειδή βρίσκομαι συνέχεια πάνω από το κινητό, περιμένοντας το θαύμα. Και τα ξεσπάσματα καλά κρατούν. Έχω γίνει η καλύτερη πελάτισσα των κλίνεξ. Κόπηκε και η όρεξη μου. Μουρμουρά και η μαμά «δεν τρως κι έχεις γίνεις σαν νηστικό πακιστανάκι». Λες και με νοιάζει τώρα αν δεν τρώω, αν πίνω ή αν καπνίζω. Λες και έχει το οτιδήποτε νόημα μέσα στον πόνο μου. Θα περάσει όμως. Ο πόνος μας κάνει πιο δυνατούς.

Μέρα 11η
Σάββατο… βγήκα με παρέα. Είπα να μην κλειστώ πάλι στο σπίτι. Να βγω να ξεδώσω λίγο. Δεν μπορείς να πεις, είναι κι αυτό κάτι. Είναι μια πρόοδος. Τα έκανα μαντάρα τελικά. Ήμουν κοντά στο μαγαζί που δουλεύει. Να περάσω να μην περάσω; Το δίλημμα αυτό στριφογυρνούσε όλη νύχτα στο μυαλό μου. Τελικά μάζεψα όλη μου τη δύναμη και πήγα. Τα παιδιά εκεί με γνωρίζουν. Τόσα χρόνια με βλέπουν να κάθομαι μόνη στο μπαρ και να τα πίνω. Μπήκα μέσα, ζαλίστηκα, δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Νομίζω με είδε. Βγήκα αμέσως έξω και έτρεξα στο αυτοκίνητο. Έπαιρνα βαθιές ανάσες, μέχρι που ηρέμησα. Τι στο καλό σκεφτόμουν;

Μέρα 14η
Ήμουν στο γραφείο, προσπαθούσα όπως πάντα να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά, γιατί το βράδυ το ταβάνι με κοιτούσε μου φαινόταν απειλητικά και δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια έφτασαν μέχρι τα μάγουλα. Έβαζα κρέμες αγγούρια και ό,τι άλλη μυστική συνταγή μου πάσαραν οι φίλες μου, αλλά έμεναν εκεί, σαν μαύρες τρύπες του όζοντος. Ξαφνικά μου έρχεται μήνυμα στο κινητό. Όπως πάντα το αρπάζω αμέσως για να δω αν είναι αυτό. Μέχρι τώρα είχα απογοητευτεί ουκ ολίγες φορές, αλλά η γαμημένη ελπίδα φαίνεται δεν πεθαίνει ποτέ. Τελικά ήταν αυτός. «Ζεις;» Έγραφε το μήνυμα. Έμεινα μαλάκας να το κοιτάζω και να μην ξέρω αν έπρεπε να χαρώ ή να πετάξω το κινητό στον τοίχο να γίνει χίλια κομμάτια. Όταν ξεθόλωσαν τα μάτια και το μυαλό μου, τα είχα πάρει άγρια στο κρανίο. Τι εννοεί ο κύριος; Ότι δεν μπορώ να ζήσω μακριά του; Και τώρα αυτός είναι τρόπος να δείξει το ενδιαφέρον του; Δε θα αλλάξει ποτέ. Ποτέ. Και του ρίχνω μία απάντηση γεμάτη «ειλικρίνεια». «Μια χαρά είμαι εγώ, δε χρειάζεται ν’ ανησυχείς. Προχώρησα με τη ζωή μου, γι’ αυτό κάνε και συ το ίδιο». Εμ τι νομίζει δηλαδή; Ότι έφυγε και έχασα τον κόσμο; Χτυπάω το κεφάλι μου στο γραφείο και στο τσακ είμαι να του στείλω ξανά μήνυμα και να τον παρακαλέσω να γυρίσει πίσω. Δίνω το κινητό στη συνάδελφο μου και της λέω να το φυλάει με νύχια και με δόντια μέχρι να δει ότι ηρέμησα. «Μη μου το δώσεις ακόμη κι αν με δεις να σέρνομαι στα πατώματα» της είπα.

Μέρα 17η
Μετά το μήνυμα δεν έδωσε κανένα σημάδι. Τέλος! Το πήρα απόφαση. Δεν μπορώ να ζήσω μακριά του. Το παραδέχομαι. Πνίγω τον εγωισμό μου. Ωραία έκανε κάποια λάθη. Όλοι κάνουμε λάθη. Θα τα διορθώσουμε τα λάθη μας. Γι’ αυτό είμαστε εδώ. Αγαπώ τη λάθη του, μισώ την απουσία του. Μισώ αυτό τον πόνο των τελευταίων ημερών. Ξέρω μέσα μου βαθιά ότι ακόμη με αγαπά. Δεν είμαι έτοιμη να τον χάσω. Δεν τον χόρτασα ακόμη. Δεν τελείωσε αυτός ο κύκλος. Παίρνω το κινητό και με θολά τα μάτια από τα δάκρυα γράφω δυο λέξεις μόνο: «θα έλθεις;». Ένα λεπτό περίμενα για να απαντήσει και μου φάνηκε αιώνας: «έρχομαι…».




Σχόλια