Ο γίγαντας του φεγγαριού

Ήταν ένα δροσερό καλοκαιρινό βράδυ στο χωριό της Ελπίδας. Ο ουρανός ήταν πεντακαθάρος και τα άστρα φαίνονταν χιλιάδες. Η Ελπίδα καθόταν με την κούκλα της στο πεζούλι της αυλής του σπιτιού και κοίταζε τη μαμά της που κεντούσε ένα όμορφο πίνακα κάτω από το φως. Στην αρχή δε μπορούσε να κατάλαβει τι απεικόνιζε ο πίνακας αυτός. Σιγά σιγά όμως, με τα χρώματα που του έδινε η μαμά άρχισε να φαίνεται μια ξανθή κοπέλα, η οποία φορούσε ένα μεγάλο καπέλο και κρατούσε ομπρέλα. Η ίδια η Ελπίδα προσπάθησε πολλές φορές να κεντήσει κι αυτή πίνακες με το βελόνι και τις πολύχρωμες κλωστές, αλλά δεν τα κατάφερνε πολύ καλά και έτσι αρκέστηκε στο να μετρά κάθε βράδυ τα αστέρια. Ήταν τόσα πολλά και σχημάτιζαν διάφορα ενδιαφέρονται σχήματα. 


Ξαφνικά άρχισε να φαίνεται λίγο λίγο και το φεγγάρι. Ξεπρόβαλλε όπως πάντα από το απέναντι βουνό. Σιγά σιγά μεγάλωνε και ανέβαινε όλο και πιο ψηλά. Είχε πανσέληνο! "Από που έρχεται το φεγγάρι; Σκέφτηκε η Ελπίδα. Γιατί τη μέρα κρύβεται και βγαίνει μόνο το βράδυ; Σίγουρα εμφανίζεται το βράδυ για να μας φωτίζει στο σκοτάδι. Παίρνει τη θέση του ήλιου, που κρύβεται. Δεν είναι όμως, τόσο ζεστό το φως του , ούτε τόσο δυνατο όσο του ήλιου".

Σκεφτόταν όλα αυτά η Ελπίδα. Δεν ήθελε να ρωτήσει τη μαμά της, γιατί δεν ήθελε να την ενοχλήσει. Καθώς κοίταζε την πανσέληνο να ανεβαίνει στον έναστρο ουρανό, είδε κάτι που δεν το είχε προσέξει ποτέ άλλη φορά. Πάνω στο φεγγάρι είδε να κοιμάται ένας τεράστιος γίγαντας. «Παράξενο» σκέφτηκε. Πώς βρέθηκε αυτός ο γίγαντας εκεί; Γι΄αυτό τη νύχτα επικρατεί τόση ησυχία; - Μόνο τους τζίτζικες ακούς τα καλοκαιρινά βράδια στο χωριό.- Φοβούνται όλοι μήπως ξυπνήσουν τον γίγαντα. Ο γίγαντας ήταν τόσο μεγάλος, που κάλυπτε όλο το αριστερό μέρος του φεγγαριού με το σώμα του και είχε τα χέρια του στην κοιλιά του. «Μάλλον, σκέφτηκε η Ελπίδα, ο γίγαντας αυτός φυλάει το φεγγάρι, άρα θα είναι καλός γίγαντας. Φτάνει να μην τον ξυπνήσουμε, γιατί τότε θα ενοχληθεί και θα γίνει κακός». Αν νευριάσει, ίσως μας πάρει το φεγγάρι και δεν το ξαναδούμε ποτέ.

-Ελπίδα, φώναξε η μαμά, είναι αργά. Νομίζω πρέπει να πας για ύπνο.
- Εντάξει μαμά. Ένα λεπτάκι μόνο.
Ήθελε να κοιτάξει τον γιγάντα για λίγο ακόμη...


Η Ελπίδα εκείνο το βράδυ ήταν πολύ χαρούμενη γιατί είχε κάνει ένα καινούργιο φίλο, τον γίγαντα, φύλακα του φεγγαριού. Ήταν σίγουρη ότι δε θα τον είχαν δει πολλοί. Δύσκολα διακρίνεται έτσι όπως κοιμάται, γιατί δε θέλει να τον ενοχλούν. Κάποτε όμως ίσως να νιώθει μοναξιά, σκέφτηκε. Κοίταξε ψηλά προς το μέρος του και είπε ψιθυριστά: "καληνύχτα γίγαντα του φεγγαριού, θα τα πούμε αύριο πάλι", και πήγε ευτυχισμένη για ύπνο.

Έπειτα, από εκείνο το βράδυ, η Ελπίδα ρωτούσε συχνά τη μαμά της πότε θα έχει ξανά πανσέληνο, για να μπορέσει να δει ξανά τον καινούργιο της φίλο.

Αν κοιτάξετε κι εσείς κάποιο βράδυ προσεκτικά το φεγγάρι, ίσως δείτε τον κοιμώμενο γίγαντα του φεγγαριού...!!!

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου