Καλικάντζαροι... είναι ανάμεσα μας!!!



 Οι καλικάντζαροι, σύμφωνα πάντα με όσα μου έχει πει η γιαγιά μου, έρχονται τις γιορτές των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των φώτων. Θεωρούνται κακά στοιχειά της φύσης που ζουν στα δάση και εμφανίζονται μόνο νύχτα και μόνο κατά τη διάρκεια των γιορτών. Πολλές φορές παίρνουν ανθρώπινη μορφή για να ξεγελούν τους ανθρώπους και να τους παρασύρουν μαζί τους στα δάση. Πολλές γυναίκες των παλαιότερων εποχών ισχυρίζονται ότι άκουσαν μέσα στη μέση της νύχτας φωνές, να τις καλούν με το όνομα τους, για να βγουν έξω και να τις παραπλανήσουν. Συνήθως, οι καλικάντζαροι κυνηγούν γυναίκες λεχούσες, γιατί αυτές έχουν μωρό αβάφτιστο. Λέγεται επίσης, πως όταν βρεθείς σε σταυροδρόμι, εξαφανίζονται.
 Οι καλικάντζαροι, βάσει των περιγραφών όσων τους είδαν, είναι μαύροι με πεταχτά αυτιά και μακρυά ουρά. Φοβούνται πολύ το σύμβολο του σταυρού, γι’ αυτό και οι άνθρωποι για να τους κρατούν μακρυά έκαναν το σταυρό τους και έλεγαν "Ιησούς Χριστός Νικά". Τα κάλαντα, η μέρα δηλαδή που ο παπάς καλαντίζει,  μια μέρα πριν τα Φώτα, είναι η τελευταία μέρα που εμφανίζονται. Τη νύχτα των Φώτων λοιπόν, μαζεύονταν στα σπίτια και ήθελαν να φάνε ξηροτήανα/ λουκουμάδες. Έτσι, οι άνθρωποι ξυπνούσαν στις 3 τα ξημερώματα για να ψήσουν ξηροτήανα και την πρώτη τηγανιά την έριχναν πάνω στη στεγή μαζί με ένα λουκάνικο λέγοντας: «τσιμπί τσιμπί λουκάνικο κομμάτι ξηροτήανο να φάτε τζε να φύετε να πάτε στη δουλειά σας». Με αυτό τον τρόπο επιβεβαίωναν ότι οι καλικαντζάροι, χορτάτοι, θα έφευγαν από το χωριό τους μέχρι τις επόμενες γιορτές.

Ιστορίες με καλικάντζαρους
Κάποτε υπήρχε μια μαμμή της οποίας εμφανίστηκε ένα καλικάντζαρος σαν άνθρωπος και της είπε: «έλα μαζί μου γιατί πρέπει να ξεγεννήσεις τη γυναίκα μου. Αν κάμει η γυναίκα μου  υιό θα σε πολυχρυσώσω, αλλά αν κάμει κόρη θα σε σκοτώσω». Η μαμμή ακολούθησε τον άνδρα μέχρι το σπίτι του και ξεγέννησε τη γυναίκα του. Η γυναίκα έκαμε κόρη, αλλά επειδή η μαμμή φοβήθηκε είπε ψέμματα στον άνδρα ότι απέκτησε ένα γιο. Ο άνδρας – καλικάντζαρος, χαρούμενος με τα νέα που άκουσε, της έβαλε στην ποδιά της αντί χρυσάφι, κρεμμυδόφυλλα. Η μαμμή  φοβισμένη έτρεξε αμέσως προς το σπίτι της και ενώ έτρεχε της έπεφταν τα κρεμμυδόφυλλα. Όταν έφθασε  στο σπίτι της, έριξε όσα κρεμμυδοφυλλα της έμειναν στο πάτωμα, και αμέσως αυτά έγιναν χρυσάφι. Η μαμμή επειδή φοβήθηκε ότι ο καλικάντζαρος θα την καταδίωκε όταν ανακάλυπτε την αλήθεια, δεν ξαναβγήκε ποτέ νύχτα έξω από το σπίτι της, για να μην την σκοτώσει.



Κάποτε ζούσε ένας γέροντας, που έμενε μόνος του στο βουνό και ήταν πολύ πλούσιος. Στο χωριό κοντά στο σπίτι του γέροντα, υπήρχε μια οικογένεια φτωχή με 5 -6 παιδιά. Τα παιδιά και ο πατέρας κάθε χρόνο στις γιορτές έβαφαν μαύρο το πρόσωπό τους με κάρβουνα, ντύνονταν καλικάντζαροι και πήγαιναν στο σπίτι του γέροντα. Εμφανίζονταν στο γέρο ως καλικάντζαροι και τον απειλούσαν να τους δώσει φαΐ, αλλιώς θα τον σκότωναν. Ο γέροντας φοβισμένος τους έδινε πολλή φαγητό και άλλα πολλά πράγματα, για να τους ξεφορτωθεί.  Μια φορά είπε την ιστορία του σε ένα κυνηγό και ο κυνηγός του είπε ότι αν του έδινε 2 λίρες, θα ξεφορτωνόταν τους καλικάντζαρους μια και καλή. Ο γέροντας μη έχοντας άλλη επιλογή έδωσε 2 λίρες στον κυνηγό και τον εμπιστεύτηκε για να ξεφορτωθεί τους καλικάντζαρους. Έτσι, όταν έφθασαν οι γιορτές, ο κυνηγός κρυβόταν κάθε βράδυ πίσω από την πόρτα του γέροντα.  Όταν ένα βράδυ εμφανίστηκαν οι καλικάντζαροι, ο κυνηγός κτύπησε τον πατέρα, που μπήκε πρώτος μέσα στο σπίτι με ρόπαλο στο κεφάλι. Τα παιδιά αμέσως τράπηκαν σε φυγή και ο κυνηγός έδειξε στο γέροντα ότι οι καλικάντζαροι δεν ήταν παρά άνθρωποι πεινασμένοι, που τον εκβίαζαν για φαγητό.

Σχόλια