Το ψάρι και το πουλί


Μέσα στη θάλασσα, πολύ βαθιά στο βυθό, ζούνε εκατομμύρια ψάρια διάφορων χρωμάτων και μεγεθών. Κάποια κολυμπάνε μόνα τους κι άλλα κατά ομάδες, ψάχνοντας τροφή και ένα μέρος να προστατευτούν από τα μεγάλα ψάρια και τους άλλους κινδύνους που κρύβει η θάλασσα.

Στον ουρανό, από την άλλη, ζούνε τα πουλιά. Οι ταξιδιώτες του ουρανού, διαφόρων χρωμάτων και μεγεθών, πετάνε πάνω από τη γη, ψάχνοντας τροφή και καταφύγιο. Όπως κάποια πουλιά έτσι και κάποια ψάρια αναγκάζονται με την αλλαγή των εποχών να μετακινούνται από τη μία χώρα στην άλλη. Τα ψάρια πολλές φορές αναγκάζονται και αυτά να μετοικίζουν μέσα στην απέραντη θάλασσα. 

Ένα ψαράκι περνούσε τις μέρες του κολυμπώντας στην επιφάνεια της θάλασσας, κάνοντας μεγάλα άλματα στον αέρα.
Η μητέρα του, του είχε πει ότι είναι πολύ επικίνδυνο να μένει κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας, γιατί καραδοκούν στα βράχια πολλά πεινασμένα πουλιά, που ψάχνουν για τροφή κι έτσι το μικρό ψαράκι θα ήταν εύκολος στόχος. Αυτό δεν άκουγε όμως και δεν το ένοιαζε καθόλου. Ήθελε να βρίσκεται κοντά στην επιφάνεια του νερού για να βλέπει τον καταγάλανο ουρανό και να ζεσταίνεται από το φως του ήλιου. Ο βυθός της θάλασσας ήταν σκοτεινός και κρύος και δεν του άρεσε καθόλου. Τα άλλα ψαράκια δεν ήθελαν να βγαίνουν στην επιφάνεια μαζί του, έτσι έπαιζε μόνο του κάνοντας άλματα στον αέρα και ένιωθε ότι πετούσε. Μάλιστα, ζήλευε πολύ τα πουλιά που μπορούσαν να πετούν στον ουρανό και ήθελε να γνωρίσει ένα, για να το ρωτήσει πως είναι να πετά κανείς στον ουρανό και τι υπάρχει πέρα από τη θάλασσα.
Μια μέρα το μικρό ψαράκι φάνηκε τυχερό. Σε ένα βράχο, λίγο πιο πέρα από κει που ήταν, είδε να κάθεται ένα μικρό πουλί. Φαινόταν κουρασμένο και είχε σκυφτό το κεφάλι. Το μικρό ψαράκι πλησίασε το βράχο διστακτικά και είπε:
-Γεια σου. Πώς σε λένε;
Το πουλί τα ‘χασε. Δεν του είχε μιλήσει ποτέ ξανά ψάρι. Υποτίθεται ότι τα ψάρια ήταν η τροφή τους και συνάμα εχθροί τους. Τουλάχιστον έτσι του έλεγε ο μπαμπάς του. Χωρίς να το καλοσκεφτεί του απάντησε:
-Γεια σου, με λένε Χελιδόνα. Εσένα;
-Εμένα με λένε Μπλου, απάντησε το ψαράκι.
- Δε με φοβάσαι; Αν ήταν κάποιο άλλο πουλί τώρα εδώ, σίγουρα θα σε κυνηγούσε.
- Όχι, δε φοβάμαι, γιατί είσαι μικρό σαν εμένα. Εξάλλου, εδώ και καιρό ήθελα να συναντήσω ένα πουλί, για να μου πει τι συμβαίνει στον κόσμο και πως είναι να πετά κανείς στον ουρανό. Πολλές φορές εύχομαι να είχα φτερά σαν εσένα για να μπορώ να πετάξω και να δω όλο τον κόσμο. Φαίνεσαι όμως πολύ λυπημένο. Τι συμβαίνει;
- Ναι, είμαι πολύ κουρασμένο. Εγώ και η οικογένεια μου ταξιδεύουμε μέρες τώρα για να βρούμε ένα μέρος να κατοικήσουμε. Είμαι βλέπεις αποδημητικό πουλί και κάθε φθινόπωρο αλλάζουμε σπίτι για να μην πεθάνουμε από το κρύο και την πείνα. Τα πράγματα όμως έχουν αλλάξει τον τελευταίο καιρό προς το χειρότερο και η ζωή μας δεν είναι τόσο εύκολη όσο νομίζεις. Εγώ πολλές φορές εύχομαι να ήμουν στη θέση σου για να μπορώ να ζω στην ηρεμία του βυθού της θάλασσας.
- Πώς έχουν αλλάξει τα πράγματα; Τι συνέβη;
- Δεν ξέρω ακριβώς πως ήταν πριν, γιατί είμαι πολύ μικρό. Η γιαγιά μου όμως μου είπε ότι η ζωή μας δεν ήταν πάντα τόσο δύσκολη. Πριν μερικά χρόνια ήταν εύκολο για μας να βρούμε σπίτι και τροφή και να δημιουργούμε οικογένειες. Οι άνθρωποι όμως καταστρέφουν τη φύση και οι ζωές μας άλλαξαν. Τα δέντρα, που είναι τα καταφύγια μας, σε πολλούς τόπους έχουν κοπεί ή μαραθεί από την ανομβρία. Η τροφή μας έχει λιγοστέψει. Είναι δύσκολο να βρει κανείς σκουλήκια σε ένα άγονο χώμα, έτσι αναγκαζόμαστε να μετακινόμαστε στις πόλεις, για να τρώμε απ’ τα σκουπίδια. Στην πόλη όμως, είναι πολύ επικίνδυνα. Φασαρία, αδέσποτες γάτες, οι άνθρωποι χαλάνε τις φωλιές μας και πολλά πουλιά αρρωσταίνουν από τον μολυσμένο αέρα. Τα καλοκαίρια, πλέον, η ζέστη είναι αφόρητη και πρέπει να ήμαστε πολύ προσεκτικοί. Ακόμη και ο ήλιος έχει γίνει εχθρός μας. Το χειρότερο είναι ότι οι εποχές έχουν αλλάξει και μας έχουν συγχύσει. Δεν είναι το ίδιο με παλιά. Έτσι αναγκαζόμαστε να ταξιδεύουμε πολλές μέρες, μέχρι να βρούμε το κατάλληλο μέρος για να μείνουμε. Πολλές φορές χάνουμε το δρόμο μας και πολλά πουλιά πεθαίνουν από την κούραση ή τη δίψα. Πολλές λίμνες στις οποίες κάναμε στάση για να ξεκουραστούμε και να ξεδιψάσουμε, έχουν στερέψει και μαζί τους, χάθηκε το πράσινο και όλα τα πλάσματα που ζούσαν από αυτές. Κάποτε ήμασταν πολλοί, τώρα όμως έχουμε μείνει μόνο λίγοι και το είδος μας κοντεύει να εξαφανιστεί για πάντα.
- Λυπάμαι πάρα πολύ που τα ακούω όλα αυτά. Κι εγώ που νόμιζα ότι πάνω στη γη ζείτε ευτυχισμένα.
- Κάποτε ζούσαμε χαρούμενα. Τώρα πια όχι. Δυστυχώς, γεννήθηκα σε λάθος εποχή. Η ανεμελιά και το παιχνίδι δεν υπάρχουν σήμερα. Η ζωή μας είναι ένας καθημερινός αγώνας επιβίωσης. Πρέπει να φύγω τώρα, η οικογένειά μου με περιμένει. Αντίο ψαράκι. Ίσως του χρόνου την ίδια εποχή ξανασυναντηθούμε.
Και το πουλί πέταξε ψηλά στον ουρανό. Το ψαράκι ήταν λυπημένο. Δεν ήξερε ότι συμβαίνουν τόσο φριχτά πράγματα στον κόσμο πέρα από τη θάλασσα. Τελικά όσα του είχαν πει για τους ανθρώπους είναι αλήθεια. «Είναι πιο επικίνδυνοι κι από τους καρχαρίες» του είχε πει η μητέρα του και δυσκολευόταν να το πιστέψει. Φοβισμένο και σαστισμένο κατευθύνθηκε προς το βυθό, ευχόμενο να μην φθάσουν ποτέ οι άνθρωποι στο δικό του σπίτι.

Σχόλια